ἐπίρροθος
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
ἐπίρροθον,
A coming to the rescue; as substantive, helper, τοίη οἱ ἐ. ἦεν Ἀθήνη Il.4.390; θεὰ... μοι ἐ. ἐλθὲ ποδοῖιν 23.770; μακραὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν Hes.Op.560; ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε A.R.2.1193: also as adjective, μῆτις, πύργος ἐπίρροθος, ib.1068, 4.1045: c. gen., giving aid against, νύκτερον τέλος .. ἀλγέων ἐ. A.Th.368 (lyr.); cf. ἐπιτάρροθος.
2. [ὁδὸς] λείη καὶ ἐ. easy (?), AP7.50 (Archim.).
II. ἐ. κακά reproaches bandied backwards and forwards, abusive language, S.Ant.413.
2. δώμαθ' .. ἐ. full of fault-finding, Id.Fr.583.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s'élance au secours de, τινι ; p. ext. secourable, efficace, utile ; avec le gén. secourable contre;
2 qui s'élance sur ou contre ; fig. qui blâme, qui injurie.
Étymologie: ἐπί, ῥόθος.
German (Pape)
herbeibrausend,
1 bei Hom. zur Hilfe herbeieilend, helfend, τοίη οἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνη, Il. 4.390, 23.770; ἐπίρροθοι τὐφρόναι Hes. O. 558; vgl. ἐπιτάρροθος; – c. gen., wogegen, ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν – ἀλγέων ἐπίρροθον Aesch. Spt. 350, gegen die Schmerzen; überhaupt nützlich, heilsam, μῆτις Ap.Rh., πύργος, schützend, 4.1045.
2 darauflosfahrend, scheltend, κινῶν ἄνδρ' ἁνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσι Soph. Ant. 409, durch anfahrende Scheltreden antreiben, Schol. λοιδόροις, ὑβριστικοῖς; – pass. tadelhaft, Soph. frg. 517. – Dunkel ist Archimel. 2 (VII.50) (οἶμος) λείη μὲν γὰρ ἰδεῖν καὶ ἐπίρροθος, etwa Beifallsklatschen erregend, wofür man ἐπίκροτος hat lesen wollen. Vgl. ἐπιρροθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρροθος:
1 спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);
2 спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);
3 резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;
4 достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρροθος: -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνη Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί, «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, ἐπειδὴ πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., πύργος, μῆτις ἐπίρροθος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - μετὰ γεν., παρέχων βοήθειαν ἐναντίον τινός, νύκτερον τέλος μολεῖν, παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ ἐπιτάρροθος (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ ἄπαυστος κακολογία, Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - ἐντεῦθεν, ἀξιόμεμπτος, ταπεινός, μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.
English (Autenrieth)
(cf. ἐπιτάρροθος): helper. (Il.)
Spanish
Greek Monolingual
ἐπίρροθος, -ον (Α) ρόθος
1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.)
2. προστάτης, προστατευτικός
3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει
4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός
5. επίμεμπτος, ταπεινός, μηδαμινός («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», Σοφ.)
6. ο πολύ χρήσιμος, ο σωτήριος.
Greek Monotonic
ἐπίρροθος: -ον, I. αυτός που σπεύδει προς διάσωση, βοηθός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει βοήθεια εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ.
II. ἐπ. κακά, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, κακολόγος, σε Σοφ., πρβλ. ἐπιτάρροθος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. and f.,
Meaning: helper, helping (Δ 390, Ψ770; Hes. Op. 560; abusive language (S. Ant. 413, Fr. 583, 10), as adjunct of ὁδός = where the cars rage (AP 7, 50).
Other forms: as adj. also -ον n.
Derivatives: ἐπιρροθέω shout in answer, rage against (Trag., D. H.). Not to be separated from ῥόθος noise, ῥοθέω rage; in the epic come with noise to somebody = with noise coming to help, vgl. Brugmann BphW 39, 136ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Schwyzer Glotta 12, 15f. ἐπίρροθος helper in Hom. wrong for usual ἐπιτάρροθος, s. v.
Middle Liddell
ἐπίρ-ροθος, ον [Cf. ἐπιτάρροθος.]
I. hasting to the rescue, a helper, Il., Hes.: —c. gen. giving aid against, Aesch.
II. ἐπ. κακά reproaches bandied backwards and forwards, abusive language, Soph.
Frisk Etymology German
ἐπίρροθος: {epírrothos}
Forms: als Adj. auch -ον n.
Grammar: m. und f.,
Meaning: ‘Helfer, -in, helfend’ (Δ 390, Ψ770; Hes. Op. 560, A. R.; auch A. Th. 368 [lyr.]); ‘entgegen-, umlärmend, scheltend’ (S. Ant. 413, Fr. 583, 10), als Beiwort von ὁδός = wo die Fahrzeuge lärmen (AP 7, 50).
Derivative: Daneben ἐπιρροθέω umlärmen, zurufen, umtoben, schelten (Trag., D. H.). Von ῥόθος Lärm, ῥοθέω lärmen nicht zu trennen; für das Epos ist eine expressive Bedeutung ‘lärmend auf jem. zukommend’ = mit Lärm herbeieilend, zu Hilfe kommend anzunehmen, vgl. Brugmann BphW 39, 136ff.
Etymology: Nach Schwyzer Glotta 12, 15f. wäre ἐπίρροθος ‘Helfer(in)’ bei Hom. fehlerhaft für das gewöhnlichere und allein richtige ἐπιτάρροθος, s. d.
Page 1,541
Léxico de magia
-ον que socorre de Apolo Φοῖβε, μαντοσύναισιν ἐπίρροθε, Φοῖβε Ἀπόλλον, Λητοΐδη ἑκάεργε Febo, que socorres con tus oráculos, Febo Apolo, hijo de Leto, que actúas de lejos P VI 25 P II 2
Translations
helper
Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ, ܥܕܘܪܬܐ, ܡܥܕܪܢܐ, ܡܥܕܪܢܝܬܐ; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی; Persian: دستیار, آسیستان; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan