ἐξορίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἀποπέμπω]], [[ἐξάγω]], ἔξω τῶν ὁρίων, [[ἐξορίζω]], Λατ. exterminate, Εὐρ. Ἡρακ. 257, Πλάτ., κτλ. γᾶθέν τινα Εὐρ. Τρῳ. 1106· τὸ σῶμά τινος ἐξ. (πρβλ. [[ἐξόριστος]]), Πλουτ. Φωκ. 37. οὕτω καὶ Παθ., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, [[μηδὲ]] ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 16. 2) ἐκθέτω [[βρέφος]], Εὐρ. Ἴων. 504. 3) [[ἐκδιώκω]], ἀπομακρύνω, πραότητα μὲν πορίζων, ἀγριότητα δὲ ἐξορίζων Πλάτ. Συμπ. 1971)· τὴν αἰσχρολογίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 8· τοὺς δ’ ἀνιάτους [[ὅλως]] ἐξορίζειν, ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Ν. 10, 9, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου μόνον, φεύγομεν δ’ ἀλώμενοι [[ἄλλην]] ἀπ’ ἄλλης ἐξορίζοντες πόλιν, καθιστῶντες μίαν πόλιν [[μετὰ]] τὴν [[ἄλλην]] τὸ [[ὅριον]] τῆς φυγῆς ἡμῶν, δηλ. μεταβαίνοντες ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 16· πρβλ. [[ὁρίζω]] Ι. 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν, «ἀπὸ τοῦ ὅρου ἐκείνων εἰς ἐμὲ ἔρχεται τὸ τῶν προγόνων [[μύσος]] (Σχόλ.). ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 1381. Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου (60,25.26) ἀπαντᾷ [[ἐξορύζω]] διὰ τοῦ υ. Ἴδε Hoffman Griech. Dialekte Ι. σ. 72.
|lstext='''ἐξορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἀποπέμπω]], [[ἐξάγω]], ἔξω τῶν ὁρίων, [[ἐξορίζω]], Λατ. exterminate, Εὐρ. Ἡρακ. 257, Πλάτ., κτλ. γᾶθέν τινα Εὐρ. Τρῳ. 1106· τὸ σῶμά τινος ἐξ. (πρβλ. [[ἐξόριστος]]), Πλουτ. Φωκ. 37. οὕτω καὶ Παθ., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, [[μηδὲ]] ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 16. 2) ἐκθέτω [[βρέφος]], Εὐρ. Ἴων. 504. 3) [[ἐκδιώκω]], ἀπομακρύνω, πραότητα μὲν πορίζων, ἀγριότητα δὲ ἐξορίζων Πλάτ. Συμπ. 1971)· τὴν αἰσχρολογίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 8· τοὺς δ’ ἀνιάτους [[ὅλως]] ἐξορίζειν, ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Ν. 10, 9, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου μόνον, φεύγομεν δ’ ἀλώμενοι [[ἄλλην]] ἀπ’ ἄλλης ἐξορίζοντες πόλιν, καθιστῶντες μίαν πόλιν μετὰ τὴν [[ἄλλην]] τὸ [[ὅριον]] τῆς φυγῆς ἡμῶν, δηλ. μεταβαίνοντες ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 16· πρβλ. [[ὁρίζω]] Ι. 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν, «ἀπὸ τοῦ ὅρου ἐκείνων εἰς ἐμὲ ἔρχεται τὸ τῶν προγόνων [[μύσος]] (Σχόλ.). ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 1381. Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου (60,25.26) ἀπαντᾷ [[ἐξορύζω]] διὰ τοῦ υ. Ἴδε Hoffman Griech. Dialekte Ι. σ. 72.
}}
}}
{{bailly
{{bailly