ἐξορίζω
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
English (LSJ)
(A), (ὅρος) (3sg. aor. subj. ἐξορύξη [from Ἐξορϝίξ-] Inscr.Cypr.135.11 H.):—
A send beyond the frontier, banish, E.Heracl.257, Pl. Lg.874a, etc.; γᾶθέν τινα E.Tr.1106 (lyr.); τὸ σῶμά τινος ἐ. (cf. ἐξόριστος) Plu.Phoc.37:—Pass., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Hyp.Lyc.20.
2 expose a child, E.Ion504 (lyr.).
3 banish, get rid of, ἀγριότητα Pl.Smp.197d; αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol.1336b5; τοὺς ἀνιάτους Id.EN1180a10: c. gen., τι τῆς ἀκοῆς Jul.Or.6.186b.
II c. acc. loci only, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐ. πόλιν pass from one to another, E.Heracl.16.
III Pass., come forth from, τινός Id.Hipp.1380 (lyr.).
(B), (ὀρός) press out the whey from cheese, EM349.29, Hsch.
German (Pape)
[Seite 887] über die Gränzen hinausbringen, verbannen; γᾶθέν τινα Eur. Troad. 1106; Heracl. 257; Dem. 25, 95; Arist. Eth. 10, 9 u. Sp. Überh. entfernen, ἀγριότητα Plat. Conv. 197 d, wie Dem. 26, 26; ἀσέβειαν Posid. Ath. VI, 234 c. – Im med. ἐξορίζεσθαί τινος, ausgehen von Einem, Eur. Hippol. 1381; aber D. Sic. 13, 111 = in der Verbannung sein.
French (Bailly abrégé)
exiler, bannir;
Moy. ἐξορίζομαι provenir de, gén..
Étymologie: ἐξ, ὁρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορίζω:
1 прогонять за границу, изгонять прочь (за пределы) (γᾶθέν (= γῆθέν) τινα Eur.; τοὺς ἀνιάτους Arst.; τοῦτο τὸ θηρίον Dem.; ἐξωρίσθη εἰς Κέρσικαν νῆσον Plut.);
2 изгонять, искоренять (ἀγριότητα Plat., Dem.; αἰσχρολογίαν Arst.);
3 переступать пределы, покидать: ἄλλην ἀπ᾽ ἄλλης ἐ. πόλιν Eur. скитаться из страны в страну;
4 выбрасывать, выкидывать (τὸ σῶμά τινος Plut.): ἐξορίσαι τινὰ πτανοῖς θοίναν Eur. бросить кого-л. на съедение (хищным) птицам;
5 med. вести свое начало, происходить, проистекать (παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποπέμπω, ἐξάγω, ἔξω τῶν ὁρίων, ἐξορίζω, Λατ. exterminate, Εὐρ. Ἡρακ. 257, Πλάτ., κτλ. γᾶθέν τινα Εὐρ. Τρῳ. 1106· τὸ σῶμά τινος ἐξ. (πρβλ. ἐξόριστος), Πλουτ. Φωκ. 37. οὕτω καὶ Παθ., ἐξορισθῆναι καὶ ἀποθανόντα, μηδὲ ἐν τῇ πατρίδι ταφῆναι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 16. 2) ἐκθέτω βρέφος, Εὐρ. Ἴων. 504. 3) ἐκδιώκω, ἀπομακρύνω, πραότητα μὲν πορίζων, ἀγριότητα δὲ ἐξορίζων Πλάτ. Συμπ. 1971)· τὴν αἰσχρολογίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 8· τοὺς δ’ ἀνιάτους ὅλως ἐξορίζειν, ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Ν. 10, 9, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου μόνον, φεύγομεν δ’ ἀλώμενοι ἄλλην ἀπ’ ἄλλης ἐξορίζοντες πόλιν, καθιστῶντες μίαν πόλιν μετὰ τὴν ἄλλην τὸ ὅριον τῆς φυγῆς ἡμῶν, δηλ. μεταβαίνοντες ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, Εὐρ. Ἡρακλ. 16· πρβλ. ὁρίζω Ι. 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παλαιῶν προγεννητόρων ἐξορίζεται κακόν, «ἀπὸ τοῦ ὅρου ἐκείνων εἰς ἐμὲ ἔρχεται τὸ τῶν προγόνων μύσος (Σχόλ.). ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 1381. Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου (60,25.26) ἀπαντᾷ ἐξορύζω διὰ τοῦ υ. Ἴδε Hoffman Griech. Dialekte Ι. σ. 72.
Greek Monolingual
(I)
(AM ἐξορίζω) ορίζω
1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα της χώρας, απελαύνω
2. διώχνω μακριά, απομακρύνω
μσν.- νεοελλ.
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
νεοελλ.
εκτοπίζω κάποιον, του επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και να παραμείνει υπό επιτήρηση σε άλλη περιοχή της επικράτειας
μσν.
1. στέλνω
2. (για άνεμο) παρασύρω
αρχ.
1. (για βρέφος) εκθέτω, εγκαταλείπω
2. (για ανίατους ασθενείς) απομονώνω
3. πηγαίνω από πόλη σε πόλη
4. μέσ. προέρχομαι.
(II)
ἐξορίζω (Α)
βγάζω τον ορό από το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορίζω (< ορός)].
Greek Monotonic
ἐξορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. 1. στέλνω έξω από τα σύνορα, εξορίζω, Λατ. exterminare, σε Ευρ. κ.λπ.
2. εκθέτω, αφήνω ένα βρέφος έκθετο, στον ίδ.
3. διώχνω, απομακρύνω κάτι, σε Πλάτ.
II. με αιτ. τόπου μόνο, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐξ. πόλιν, περνώντας από τη μια στην άλλη, σε Ευρ.
III. στην Παθ., έρχομαι, προέρχομαι από, τινος, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to send beyond the frontier, banish, Lat. exterminare, Eur., etc.
2. to expose a child, Eur.
3. to get rid of a thing, Plat.
II. c. acc. loci only, ἄλλην ἀπ' ἄλλης ἐξ. πόλιν to pass from one to another, Eur.
III. in Pass. to come forth from, τινος Eur.