ἔλπω: Difference between revisions

4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλπω''': (ἴδε ἐν τέλει), μεταβατ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐλπίζῃ, πάντας μέν ῥ’ ἔλπει, «εἰς ἐλπίδα ἄγει, ἐλπίζειν ποιεῖ» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 91. Ν. 380. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσ. ἔλπομαι, Ἐπ. [[ἐέλπομαι]]· γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔλπετο καὶ ἐέλπ- μετ’ αὐξήσεως, μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐν Ὀδ. Ι. 419· [[ὡσαύτως]] πρκμ. εἶλπα Ἰλ. Χ. 216, Ὀδ. Ε. 379, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 271· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. ἐέλπει Ἰλ. Τ. 328, Ὀδ. Υ. 328, κτλ. Ἐλπίζω ἢ προσδοκῶ, [[τρέφω]] ἐλπίδας, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡσ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) καὶ Ἡροδ. (ἂν καὶ [[οὗτος]] [[ἐπίσης]] μεταχειρίζεται [[συχνάκις]] καὶ τὸν Ἀττ. τύπον [[ἐλπίζω]]): Συντάσσεται ὡς τὸ [[ἐλπίζω]]: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. Ἰλ. Ν. 8, κτλ.· ἀορ. Η. 199· πρκμ. Ο. 110· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ. Ν. 609, Ο. 539· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρέμφ. [[δέον]] νὰ νοηθῇ, ἐκτελέσας μέγα [[ἔργον]] ὃ οὔ ποτε ἔλπετε θυμῷ (ἐνν. ἐκτελέσειν) Ὀδ. Γ. 275: ὁ Ὅμ. φιλεῖ τὰς πλεοναστικὰς φράσεις, ἔλπετο θυμῷ Ἰλ. Ρ. 404, κτλ.: ἔλπετο γὰρ κατὰ θυμὸν Κ. 355· ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν Ν. 8· [[ὡσαύτως]], [[μάλα]] δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς Ρ. 495· ἔλπετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἑκάστου Ο. 701· ἤλπετ’ ἑνὶ φρεσὶ Ὀδ. Ι. 419. 2) ἀνησύχως [[περιμένω]], φοβοῦμαι, [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς συντάξεως, Ὅμ.: ἐλπόμενος τὶ οἱ κακὸν [[εἶναι]] Ἡρόδ. 9. 113. 3) [[καθόλου]], [[νομίζω]], ὑποθέτω, οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτω δεύεσθαι πολέμοιο... Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ν. 309· ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ [[ποτὶ]] δώματ’ ἀφῖχθαι Ὀδ. Ζ. 297· οὐ γὰρ ὅ γ’ ἀθανάτων τιν’ ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν ἐλθόντ’ ἢ Τρώεσσιν ἀρηξέμεν, κτλ., Ἰλ. Ν. 8. πρβλ. Η. 199, Ο. 110, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 65. (Ἐκ τῆς √ϜΕΛΠ ὡς φαίνεται ἐκ τῶν τύπων [[ἐέλπομαι]], [[ἔολπα]]: [[ἐντεῦθεν]] δὲ καὶ τὰ [[ἐλπίς]], [[ἐλπίζω]], [[ἐλπωρή]], καὶ ἐπαλπνος, ἄλπνιστος, πρβλ. Λατ. volup, volupe (Plaut.), volup-tas).
|lstext='''ἔλπω''': (ἴδε ἐν τέλει), μεταβατ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐλπίζῃ, πάντας μέν ῥ’ ἔλπει, «εἰς ἐλπίδα ἄγει, ἐλπίζειν ποιεῖ» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 91. Ν. 380. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσ. ἔλπομαι, Ἐπ. [[ἐέλπομαι]]· γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔλπετο καὶ ἐέλπ- μετ’ αὐξήσεως, μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐν Ὀδ. Ι. 419· [[ὡσαύτως]] πρκμ. εἶλπα Ἰλ. Χ. 216, Ὀδ. Ε. 379, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 271· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. ἐέλπει Ἰλ. Τ. 328, Ὀδ. Υ. 328, κτλ. Ἐλπίζω ἢ προσδοκῶ, [[τρέφω]] ἐλπίδας, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡσ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) καὶ Ἡροδ. (ἂν καὶ [[οὗτος]] [[ἐπίσης]] μεταχειρίζεται [[συχνάκις]] καὶ τὸν Ἀττ. τύπον [[ἐλπίζω]]): Συντάσσεται ὡς τὸ [[ἐλπίζω]]: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. Ἰλ. Ν. 8, κτλ.· ἀορ. Η. 199· πρκμ. Ο. 110· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ. Ν. 609, Ο. 539· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρέμφ. [[δέον]] νὰ νοηθῇ, ἐκτελέσας μέγα [[ἔργον]] ὃ οὔ ποτε ἔλπετε θυμῷ (ἐνν. ἐκτελέσειν) Ὀδ. Γ. 275: ὁ Ὅμ. φιλεῖ τὰς πλεοναστικὰς φράσεις, ἔλπετο θυμῷ Ἰλ. Ρ. 404, κτλ.: ἔλπετο γὰρ κατὰ θυμὸν Κ. 355· ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν Ν. 8· [[ὡσαύτως]], [[μάλα]] δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς Ρ. 495· ἔλπετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἑκάστου Ο. 701· ἤλπετ’ ἑνὶ φρεσὶ Ὀδ. Ι. 419. 2) ἀνησύχως [[περιμένω]], φοβοῦμαι, μετὰ τῆς αὐτῆς συντάξεως, Ὅμ.: ἐλπόμενος τὶ οἱ κακὸν [[εἶναι]] Ἡρόδ. 9. 113. 3) [[καθόλου]], [[νομίζω]], ὑποθέτω, οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτω δεύεσθαι πολέμοιο... Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ν. 309· ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ [[ποτὶ]] δώματ’ ἀφῖχθαι Ὀδ. Ζ. 297· οὐ γὰρ ὅ γ’ ἀθανάτων τιν’ ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν ἐλθόντ’ ἢ Τρώεσσιν ἀρηξέμεν, κτλ., Ἰλ. Ν. 8. πρβλ. Η. 199, Ο. 110, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 65. (Ἐκ τῆς √ϜΕΛΠ ὡς φαίνεται ἐκ τῶν τύπων [[ἐέλπομαι]], [[ἔολπα]]: [[ἐντεῦθεν]] δὲ καὶ τὰ [[ἐλπίς]], [[ἐλπίζω]], [[ἐλπωρή]], καὶ ἐπαλπνος, ἄλπνιστος, πρβλ. Λατ. volup, volupe (Plaut.), volup-tas).
}}
}}
{{bailly
{{bailly