αφαλοκόβω: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[κόβω]] τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στην [[κοιλιά]] ή [[καταφέρω]] συντριπτικό [[πλήγμα]] σε κάποιον (<b>[[πρβλ]].</b> «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] πόνο στην [[κοιλιά]] και τη [[μέση]] από το υπερβολικό [[φορτίο]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον φόβο και [[ανησυχία]].
|mltxt=<b>1.</b> [[κόβω]] τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στην [[κοιλιά]] ή [[καταφέρω]] συντριπτικό [[πλήγμα]] σε κάποιον ([[πρβλ]]. «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] πόνο στην [[κοιλιά]] και τη [[μέση]] από το υπερβολικό [[φορτίο]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον φόβο και [[ανησυχία]].
}}
}}