βῖκος: Difference between revisions

14 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῑκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή (<b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῑκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή ([[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm