βρίμη: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρίμη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[μυκηθμός]], [[βρυχηθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βρίμη]] ανήκει σε μια [[ομάδα]] λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και [[είναι]] πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -<i>μ</i>- του <i>βρι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βριαρός]], [[βρίθω]]). Ο [[προσδιορισμός]] της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων [[είναι]] [[δύσκολος]], δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]], [[επιπλήττω]], [[βρυχώμαι]], [[ορύομαι]]». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «[[πιέζω]] με όλο μου το [[βάρος]]», απ' όπου εξελίχθηκε σε «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]]»].
|mltxt=[[βρίμη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[μυκηθμός]], [[βρυχηθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βρίμη]] ανήκει σε μια [[ομάδα]] λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και [[είναι]] πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -<i>μ</i>- του <i>βρι</i>- ([[πρβλ]]. [[βριαρός]], [[βρίθω]]). Ο [[προσδιορισμός]] της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων [[είναι]] [[δύσκολος]], δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]], [[επιπλήττω]], [[βρυχώμαι]], [[ορύομαι]]». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «[[πιέζω]] με όλο μου το [[βάρος]]», απ' όπου εξελίχθηκε σε «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm