3,274,129
edits
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δαίδαλος]], -ον)<br />(το αρσ. ως κύριο όνομα) <i>Δαίδαλος</i>, ο<br />[[μυθικός]] [[τεχνίτης]] και [[γλύπτης]] από την Κνωσσό, [[σύγχρονος]] του Μίνωος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίπλοκος]] [[διάδρομος]] ή [[σύστημα]] διαδρόμων όπου δεν [[είναι]] εύκολο να βρει [[κανείς]] την [[έξοδο]] («οι δαίδαλοι του ανακτόρου»)<br /><b>2.</b> περίπλοκη [[σειρά]] ([[κυρίως]] στη [[διατύπωση]]) την οποία δύσκολα παρακολουθεί [[κανείς]] («[[δαίδαλος]] επιχειρηματολογίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> δουλεμένος περίτεχνα<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[κατάστικτος]]<br />II. <b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν.) [[δαίδαλον]], το<br />[[κόσμημα]] ενδύματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) α) καλλιτεχνήματα<br />β) γλυπτά έργα<br />γ) [[γιορτή]] της Ήρας στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ' όλο που ανήκουν στην [[ίδια]] γλωσσική [[οικογένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], [[δαιδάλλω]]. Υποστηρίχτηκε ότι το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], ενώ κατ' άλλους το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] [[παλαιός]] [[επιτατικός]] τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και του οποίου παράγωγα [[είναι]] τα [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]]. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια [[κοινή]] ινδοευρ. [[προέλευση]] από [[ρίζα]] <i>del</i>- «[[σχίζω]], [[κλαδεύω]]», που απαντά ίσως και στα [[δέλτος]], [[δηλέομαι]] ( | |mltxt=ο (Α [[δαίδαλος]], -ον)<br />(το αρσ. ως κύριο όνομα) <i>Δαίδαλος</i>, ο<br />[[μυθικός]] [[τεχνίτης]] και [[γλύπτης]] από την Κνωσσό, [[σύγχρονος]] του Μίνωος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίπλοκος]] [[διάδρομος]] ή [[σύστημα]] διαδρόμων όπου δεν [[είναι]] εύκολο να βρει [[κανείς]] την [[έξοδο]] («οι δαίδαλοι του ανακτόρου»)<br /><b>2.</b> περίπλοκη [[σειρά]] ([[κυρίως]] στη [[διατύπωση]]) την οποία δύσκολα παρακολουθεί [[κανείς]] («[[δαίδαλος]] επιχειρηματολογίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> δουλεμένος περίτεχνα<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[κατάστικτος]]<br />II. <b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν.) [[δαίδαλον]], το<br />[[κόσμημα]] ενδύματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) α) καλλιτεχνήματα<br />β) γλυπτά έργα<br />γ) [[γιορτή]] της Ήρας στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ' όλο που ανήκουν στην [[ίδια]] γλωσσική [[οικογένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], [[δαιδάλλω]]. Υποστηρίχτηκε ότι το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], ενώ κατ' άλλους το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] [[παλαιός]] [[επιτατικός]] τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και του οποίου παράγωγα [[είναι]] τα [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]]. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια [[κοινή]] ινδοευρ. [[προέλευση]] από [[ρίζα]] <i>del</i>- «[[σχίζω]], [[κλαδεύω]]», που απαντά ίσως και στα [[δέλτος]], [[δηλέομαι]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>dol</i><i>ō</i> «[[κόβω]], [[πελεκίζω]]», αρχ. ινδ. <i>dar</i>-<i>dar</i>(<i>ī</i>) -<i>ti</i> «[[σχίζω]]» <b>κ.ά.</b>) και [[κατά]] την οποία το θ. <i>δαιδαλ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>δαλδαλ</i>- με αναδιπλασιασμό και [[ανομοίωση]] του <i>δαλ</i> σε <i>δαι</i>- ([[πρβλ]]. [[παιπάλη]] <b>κ.ά.</b>). Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], το [[δαίδαλον]] [[είναι]] [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, της οποίας παράγωγο [[είναι]] το [[δαιδάλλω]] και σύνθετο το [[πολυδαίδαλος]], από το οποίο αποσπάστηκε το [[δαίδαλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |