3,277,114
edits
(9) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[δέρω]]<br />Α και [[δείρω]] και [[δαίρω]]<br />Μ και [[δέρνω]])<br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[χτυπώ]], [[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]] («[[μεριά]] μάς δέρνει ο [[θάνατος]], [[μεριά]] κι ο [[γενίτσαρος]]», Δημοτ. Τραγ.)<br /><b>2.</b> (για υλικά μαγειρικής, [[γάλα]], αβγά <b>κ.λπ.</b>) [[αναταράσσω]], [[χτυπώ]] [[συνέχεια]] με κάποιο όργανο («[[δέρνω]] το [[γάλα]]» — [[χτυπώ]] το [[γάλα]] για να χωρίσει το [[βούτυρο]])<br /><b>3.</b> (για τον ασβέστη και τον πηλό) τά [[χτυπώ]] με [[νερό]] και άλλα υλικά για να τά [[κάνω]] [[κατάλληλα]] για [[χρήση]], τά [[δουλεύω]] καλά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δέρνει ο [[νους]] μου» — [[ανησυχώ]] ενδόμυχα, ταράζομαι, [[αμφιταλαντεύομαι]]<br />β) «τον δέρνουν όλοι οι ανέμοι» — αντιμετωπίζει ποικίλες δυσκολίες<br />γ) «μάς δέρνει η μια [[πλευρά]] κι η [[άλλη]]» — δεν έχουμε πού να στηριχθούμε<br />δ) «τον δέρνει η [[βλακεία]]» — [[είναι]] [[τελείως]] [[βλάκας]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «του έφταιξε ο [[γάιδαρος]] και δέρνει το [[σαμάρι]]» — για όσους τά βάζουν με άλλους κι από [[ατολμία]] δεν ενοχλούν τον ένοχο<br />β) «[[αγάς]] δέρνει εμένανε κι εγώ [[δέρνω]] εσένα» — σε [[περίπτωση]] αλληλοδιαδοχικών πιέσεων και διώξεων<br />γ) «δέρνε με άντρα μ' δέρνε με κι εγώ τά [[ξέρω]] [[κάνω]] τα» — για ισχυρογνώμονες<br />δ) «κλωτσά ο [[κουτσός]], δέρνει ο [[κουλός]], κι οι δυό τους ίσα βγαίνουν» — για ανίκανους να προχωρήσουν σε ενέργειες, που αλληλοβρίζονται<br />ε) «δερνάμενο [[σκυλί]] [[κακό]] [[κυνήγι]] κάνει» — [[τίποτε]] το καλό δεν βγαίνει με τη βία<br />στ) «και τον πηλό τον δέρνουνε να γίνει [[κεραμίδι]]» — χρειάζεται η [[αυστηρότητα]] για [[μόρφωση]] και συνετισμό<br /><b>6.</b> (γνωμικό) «δείρε τον [[κακό]] να γίνει [[χειρότερος]]»<br />«αλί τον δέρνουν δεκοχτώ και δεν τον δέρνει ο [[νους]] του» — [[αλίμονο]] σ' όποιον τον παρακινούν όλοι [[γύρω]] του κι αυτός δεν ταράζεται<br />II. <b>μέσ.</b> <i>δέρνομαι</i><br />[[χτυπιέμαι]] θρηνώντας ή από [[απελπισία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γδέρνω]]<br /><b>2.</b> [[προσβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀσκὸς δεδάρθαι» — να τον γδάρουν και να κάνουν [[ασκί]] από το [[δέρμα]] του<br />β) «πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις» — γδέρνεις [[προτού]] να σφάξεις, [[πρώτα]] πιάσε τον λαγό κι ύστερα τον γδέρνεις<br />γ) «ὁ μὴ δαρεὶς οὐ παιδεύεται» — τα παθήματα γίνονται μαθήματα<br />δ) «ἀέρα δέρεις» — ματαιοπονείς<br />ε) «[[κύνα]] δέρειν δεδαρμένην» — θα ξαναδείρεις μια [[σκύλα]] που τήν έχεις ξαναδείρει (με άσεμνο υπαινιγμό στον αυνανισμό, Αρφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δέρω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[σχίζω]]» ( | |mltxt=(AM [[δέρω]]<br />Α και [[δείρω]] και [[δαίρω]]<br />Μ και [[δέρνω]])<br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[χτυπώ]], [[βασανίζω]], [[ταλαιπωρώ]] («[[μεριά]] μάς δέρνει ο [[θάνατος]], [[μεριά]] κι ο [[γενίτσαρος]]», Δημοτ. Τραγ.)<br /><b>2.</b> (για υλικά μαγειρικής, [[γάλα]], αβγά <b>κ.λπ.</b>) [[αναταράσσω]], [[χτυπώ]] [[συνέχεια]] με κάποιο όργανο («[[δέρνω]] το [[γάλα]]» — [[χτυπώ]] το [[γάλα]] για να χωρίσει το [[βούτυρο]])<br /><b>3.</b> (για τον ασβέστη και τον πηλό) τά [[χτυπώ]] με [[νερό]] και άλλα υλικά για να τά [[κάνω]] [[κατάλληλα]] για [[χρήση]], τά [[δουλεύω]] καλά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δέρνει ο [[νους]] μου» — [[ανησυχώ]] ενδόμυχα, ταράζομαι, [[αμφιταλαντεύομαι]]<br />β) «τον δέρνουν όλοι οι ανέμοι» — αντιμετωπίζει ποικίλες δυσκολίες<br />γ) «μάς δέρνει η μια [[πλευρά]] κι η [[άλλη]]» — δεν έχουμε πού να στηριχθούμε<br />δ) «τον δέρνει η [[βλακεία]]» — [[είναι]] [[τελείως]] [[βλάκας]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «του έφταιξε ο [[γάιδαρος]] και δέρνει το [[σαμάρι]]» — για όσους τά βάζουν με άλλους κι από [[ατολμία]] δεν ενοχλούν τον ένοχο<br />β) «[[αγάς]] δέρνει εμένανε κι εγώ [[δέρνω]] εσένα» — σε [[περίπτωση]] αλληλοδιαδοχικών πιέσεων και διώξεων<br />γ) «δέρνε με άντρα μ' δέρνε με κι εγώ τά [[ξέρω]] [[κάνω]] τα» — για ισχυρογνώμονες<br />δ) «κλωτσά ο [[κουτσός]], δέρνει ο [[κουλός]], κι οι δυό τους ίσα βγαίνουν» — για ανίκανους να προχωρήσουν σε ενέργειες, που αλληλοβρίζονται<br />ε) «δερνάμενο [[σκυλί]] [[κακό]] [[κυνήγι]] κάνει» — [[τίποτε]] το καλό δεν βγαίνει με τη βία<br />στ) «και τον πηλό τον δέρνουνε να γίνει [[κεραμίδι]]» — χρειάζεται η [[αυστηρότητα]] για [[μόρφωση]] και συνετισμό<br /><b>6.</b> (γνωμικό) «δείρε τον [[κακό]] να γίνει [[χειρότερος]]»<br />«αλί τον δέρνουν δεκοχτώ και δεν τον δέρνει ο [[νους]] του» — [[αλίμονο]] σ' όποιον τον παρακινούν όλοι [[γύρω]] του κι αυτός δεν ταράζεται<br />II. <b>μέσ.</b> <i>δέρνομαι</i><br />[[χτυπιέμαι]] θρηνώντας ή από [[απελπισία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γδέρνω]]<br /><b>2.</b> [[προσβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀσκὸς δεδάρθαι» — να τον γδάρουν και να κάνουν [[ασκί]] από το [[δέρμα]] του<br />β) «πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις» — γδέρνεις [[προτού]] να σφάξεις, [[πρώτα]] πιάσε τον λαγό κι ύστερα τον γδέρνεις<br />γ) «ὁ μὴ δαρεὶς οὐ παιδεύεται» — τα παθήματα γίνονται μαθήματα<br />δ) «ἀέρα δέρεις» — ματαιοπονείς<br />ε) «[[κύνα]] δέρειν δεδαρμένην» — θα ξαναδείρεις μια [[σκύλα]] που τήν έχεις ξαναδείρει (με άσεμνο υπαινιγμό στον αυνανισμό, Αρφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δέρω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[σχίζω]]» ([[πρβλ]]. γερμ. (<i>ver</i>) <i>zehren</i>, λιθ. <i>deru</i> «[[γδέρνω]]») κ.λπ. Οι τύποι σε <i>δαρ</i>- (<i>ε</i>-<i>δάρ</i>-<i>ην</i>, <i>δαρ</i>-<i>τός κ</i>.<i>λπ</i>.) προέρχονται με τη συνεσταλμένη [[μορφή]] <i>dr</i>- της ρίζας <i>δερ</i>-. Ο τ. [[δείρω]], [[παράλληλος]] του [[δέρω]], [[είναι]] παρεκτεταμένος [[τύπος]] με <i>y</i>- ([[πρβλ]]. λιθ. <i>diriu</i> «[[γδέρνω]]»), ενώ ο τ. [[δαίρω]] θεωρείται μεταγενέστερη εσφαλμένη [[γραφή]] [[αντί]] του [[δέρω]]. Ο νεοελλ. τ. [[δέρνω]] προήλθε από το αρχ. [[δέρω]], [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών [[κάμνω]], [[δάκνω]], [[τέμνω]]. Αντίθετα, το [[μέσο]] <i>δέρνομαι</i> ερμηνεύεται από το [[οδύρομαι]] με παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[δέρνω]] ([[πρβλ]]. και [[φράση]] «κλαίει και δέρνεται»)<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δαρμός]], [[δάρτης]], [[δαρτός]], [[δέρας]], [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δάρσις]], [[δέρρις]], [[δερτά]], [[δέρτρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δαρήσιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δάρμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εκδέρω]], [[παραδέρνω]] (Α [[παραδέρω]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναδέρω]], [[αποδέρω]], [[διαδέρω]], <i>ενδέρω</i>, [[καταδέρω]], [[περιδέρω]], [[υποδέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριοδέρνω</i>, [[ανεμοδέρνω]], [[βωλοδέρνω]], [[γδέρνω]], [[θαλασσοδέρνω]], [[θυροδέρνω]], [[νυχτοπαραδέρνω]], <i>ξαναδέρνω</i>, [[ψυχοπαραδέρνω]]]. | ||
}} | }} |