ελιά: Difference between revisions

21 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(11)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εληά]] και [[ελαία]], η (ΑΜ [[ἐλαία]], Α και [[ἐλάα]])<br /><b>1.</b> αειθαλές [[δέντρο]] που από τον καρπό του με [[έκθλιψη]] εξάγεται το [[λάδι]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του δέντρου («ελιές τσακιστές, χαραχτές, μαύρες κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> σκουρόχρωμη, μερικές φορές τριχωτή, [[κηλίδα]] του δέρματος («[[ελιά]] στην αμασχάλη»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κλαδί]] [[ελιάς]]», «[[κλάδος]] ἐλαίας», «[[κάρφος]] ἐλαίας» — [[σύμβολο]] συνδιαλλαγής και ειρήνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τρώει [[ψωμί]] κι ελιές», «τήν πέρασε με [[ψωμί]] κι [[ελιά]]» — ζει με υπερβολική [[λιτότητα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οι ελιές με το κουκκούτσι βάζουν στον άνθρωπο [[παπούτσι]]» — με την [[ολιγάρκεια]] μπορεί [[κανείς]] να πλουτίσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι ελλ. τύποι [[ελαία]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελαίFα</i> και <i>έλαιον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έλαιFον</i> [[καθώς]] και το αρμ. <i>ewt</i> «[[λάδι]]» [[είναι]] λέξεις μεσογειακής προελεύσεως. Τα [[ελαία]], <i>έλαιον</i> μέσω της Λατινικής εισήχθησαν και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>oliva</i>, <i>olio</i>, γαλλ. <i>olive</i>, <i>huile</i>, αγγλ. <i>olive</i>, <i>oil</i>). O νεοελλ. τ. [[ελιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ελαία]], με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εννέα]]-[[εννιά]], [[καρδία]]-[[καρδιά]]), δηλώνει τόσο το [[δέντρο]] όσο και τον καρπό του. Το ουδ. [[λάδι]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> (<i>ε</i>)<i>λάδιν</i> <span style="color: red;"><</span> (αρχ. μτγν.) <i>ελᾴδιον</i>, υποκοριστικό του αρχ. [[ελάα]] <span style="color: red;"><</span> [[ελαία]], περιόρισε τη [[χρήση]] του αρχ. τ. <i>έλαιον</i> που σήμαινε μόνο «το [[λάδι]] της [[ελιάς]]» και που αποτέλεσε στις νότιες περιοχές βασικό [[στοιχείο]] διατροφής. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκε για τον καθαρισμό του σώματος (<b>βλ. λ.</b> [[σαπούνι]]) [[καθώς]] και για τον φωτισμό. Στους νεώτερους χρόνους χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] ως καύσιμη ύλη και ως λιπαντικό. Η λ. [[λάδι]] χρησιμοποιείται [[επίσης]] γενικά για να δηλώσει [[κάθε]] είδους [[υγρό]] που έχει τα χαρακτηριστικά [[αυτού]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λάδι]] αυτοκινήτου</i>)].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[ελιά]] ([[ελαία]]): <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: [[ελαϊκός]], [[ελαιώδης]], [[ελαιώνας]], [[ελαίωση]], [[ελαιωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαιάζω]], [[ελαιήεις]], <i>ελαΐδιον</i>, <i>ελαιεύς</i>, <i>ελαιρόν</i>, <i>ελαιρός</i>, [[λαΐς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελάδιον]], <i>ελαιώνης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαΐζω]], [[ελαιηρός]], [[ελαΐνης]], [[ελαΐνεος]], <i>ελαϊστήρας</i>, <i>ελαίτρινος</i>, <i>ελαιώνω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ελαίαγνος]], [[ελαιέμπορος]], [[ελαιοβαφής]], <i>ελαιοβραχής</i>, [[ελαιοβρεχής]], <i>ελαιόβροχος</i>, [[ελαιοδόχος]], [[ελαιοειδής]], <i>ελαιότρυγον</i>, [[ελαιοφόρος]], [[ελαιοφυής]], [[ελαιόφυτος]], [[ελαιόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ελαιθερής</i>, <i>ελαιόδευτος</i>, [[ελαιοθέτης]], <i>ελαιόθηλος</i>, <i>ελαιοκάπηλος</i>, [[ελαιόκομος]], [[ελαιολογώ]], <i>ελαιόμελι</i>, <i>ελαιοπάροχος</i>, <i>ελαιοπληθής</i>, <i>ελαιοπράτης</i>, <i>ελαιόρρους</i>, <i>ελαιοσπάραγος</i>, <i>ελαιόσπονδα</i>, <i>ελαιοτρίπτης</i>, [[ελαιοφανής]], <i>ελαιοχρίστης</i>, [[ελαιοχύτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ελαιοδόκος</i>, <i>ελαιοτρόπιον</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ελαιόγαρον</i>, <i>ελαιοδάφνη</i>, <i>ελαιόθρεπτος</i>, <i>ελαιόκλαδος</i>, [[ελαιοκονία]], <i>ελαιοποιός</i>, [[ελαιοστάφυλος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ελαιακόνη]], [[ελαιότοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαιαγνίδες]], <i>ελαιάγριον</i>, <i>ελαιαέριον</i>, <i>ελαιοβαπτικός</i>, [[ελαιοβαφή]], <i>ελαιόβρεκτος</i>, [[ελαιογόνος]], [[ελαιογραφία]], [[ελαιογραφώ]], <i>ελαιοδάκρυον</i>, [[ελαιοδεκάτη]], <i>ελαιόδενδρον</i>, [[ελαιοδεψία]], <i>ελαιοδιακόπτης</i>, [[ελαιοδόκη]], [[ελαιοδοχείο]], <i>ελαιοκαθαρτήριο</i>, <i>ελαιοκαρποειδή</i>, [[ελαιόκαρπος]], <i>ελαιοκήπιον</i>, [[ελαιοκηρωτικός]], [[ελαιοκινητήρας]], [[ελαιοκόμος]], <i>ελαιοκόνιο</i>, [[ελαιοκούκκουτσο]], [[ελαιοκράμβη]], [[ελαιόλαδο]], [[ελαιόλιθος]], [[ελαιολόγος]], [[ελαιομαργαρίνη]], <i>ελαιομέλαν</i>, <i>ελαιόμετρον</i>, [[ελαιόμυλος]] ελαιοξύμετρον</i>, [[ελαιοπαραγωγός]], [[ελαιοπιεστήριο]], <i>ελαιοπινής</i>, [[ελαιόπιτα]], <i>ελαιοπλακούς</i>, <i>ελαιοπλάστες</i>, [[ελαιόπρινος]], [[ελαιόπρωρος]], <i>ελαιοπτένη</i>, [[ελαιοπυξίδα]], [[ελαιοπυρήνας]], [[ελαιοπώλης]], [[ελαιοσέλινο]], <i>ελαιοσυρμοκινητήρας</i>, [[ελαιοτρίβης]], [[ελαιοτυπία]], [[ελαιοφάγος]], <i>ελαιοφιλοφάγος</i>, <i>ελαιόφυλλον</i>, [[ελαιόχρωμα]], [[ελαιοχρωματίζω]], [[ελαιοχρωμία]]. (Β' συνθετικό) [[αγριελαία]], <i>αμυγδαλέλαιον</i>, [[δαφνέλαιον]], <i>ιασμέλαιον</i>, [[καπνέλαιον]], [[λυχνέλαιον]], [[μυρσινέλαιον]], [[πολυέλαιος]], [[σιναπέλαιον]], [[χαμαιμηλέλαιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγριέλαιος]], <i>αλέλαιον</i>, [[ανέλαιος]], <i>ανηθέλαιον</i>, <i>ανηλιποκαιβλεπέλαιος</i>, [[βαλσαμέλαιον]], [[γαρέλαιον]], [[γλυκέλαιον]], <i>δελφινέλαιος</i>, [[ευέλαιος]], [[καλλιέλαιος]], [[κατέλαιος]], <i>καλλιελαία</i>, [[κεδρέλαιον]], [[κηρέλαιον]], [[κυπρινέλαιον]], [[λιπέλαιον]], [[μαστιχέλαιον]], [[μελανθέλαιον]], [[μοσχέλαιον]], [[νιτρέλαιον]], [[οινέλαιον]], [[ολιγοέλαιος]], <i>οξέλαιον</i>, [[οξυέλαιον]], [[οπιέλαιος]], [[πηγανέλαιον]], [[πισσέλαιον]], <i>ραφανέλαιον</i>, [[ρυπέλαιον]], [[σχινέλαιον]], [[υδρέλαιον]], [[υπέλαιον]], [[φιλέλαιος]], [[φιλογαρέλαιος]], <i>χαμαιμηλέλαιος</i>, <i>χαμέλαια</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγουρέλαιον</i>, <i>αψινθέλαιον</i>, <i>βαμβακέλαιον</i>, <i>γαριφαλέλαιον</i>, <i>ευχέλαιον</i>, <i>ηδυοσμέλαιον</i>, <i>ηπατέλαιον</i>, <i>θυμέλαιον</i>, <i>ιχθυέλαιον</i>, <i>καμφορέλαιον</i>, <i>κανναβέλαιον</i>, [[καπνέλαιον]], [[καρυέλαιον]], <i>κικινέλαιον</i>, <i>κραμβέλαιον</i>, <i>κυμνέλαιον</i>, <i>κυπαρισσέλαιον</i>, <i>λιβανέλαιον</i>, <i>λιγνιτέλαιον</i>, <i>λινέλαιον</i>, <i>μηκωνέλαιον</i>, <i>μηχανέλαιον</i>, <i>μινθέλαιον</i>, <i>μοσχοκαρυέλαιον</i>, <i>μουρουνέλαιον</i>, <i>μυρτέλαιον</i>, <i>ορυκτέλαιον</i>, <i>παραφινέλαιον</i>, <i>περγαμέλαιον</i>, [[πετρέλαιον]], <i>πικραμυγδαλέλαιον</i>, <i>πυρηνέλαιον</i>, <i>ρητινέλαιον</i>, <i>ροδέλαιον</i>, <i>σησαμέλαιον</i>, <i>σκορδέλαιον</i>, <i>σκοροδέλαιον</i>, <i>σπορέλαιον</i>, <i>τερεβινθέλαιον</i>, <i>φαλαινέλαιον</i>, <i>φοινικέλαιον</i>].
|mltxt=και [[εληά]] και [[ελαία]], η (ΑΜ [[ἐλαία]], Α και [[ἐλάα]])<br /><b>1.</b> αειθαλές [[δέντρο]] που από τον καρπό του με [[έκθλιψη]] εξάγεται το [[λάδι]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του δέντρου («ελιές τσακιστές, χαραχτές, μαύρες κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> σκουρόχρωμη, μερικές φορές τριχωτή, [[κηλίδα]] του δέρματος («[[ελιά]] στην αμασχάλη»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κλαδί]] [[ελιάς]]», «[[κλάδος]] ἐλαίας», «[[κάρφος]] ἐλαίας» — [[σύμβολο]] συνδιαλλαγής και ειρήνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «τρώει [[ψωμί]] κι ελιές», «τήν πέρασε με [[ψωμί]] κι [[ελιά]]» — ζει με υπερβολική [[λιτότητα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οι ελιές με το κουκκούτσι βάζουν στον άνθρωπο [[παπούτσι]]» — με την [[ολιγάρκεια]] μπορεί [[κανείς]] να πλουτίσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι ελλ. τύποι [[ελαία]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελαίFα</i> και <i>έλαιον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έλαιFον</i> [[καθώς]] και το αρμ. <i>ewt</i> «[[λάδι]]» [[είναι]] λέξεις μεσογειακής προελεύσεως. Τα [[ελαία]], <i>έλαιον</i> μέσω της Λατινικής εισήχθησαν και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. ιταλ. <i>oliva</i>, <i>olio</i>, γαλλ. <i>olive</i>, <i>huile</i>, αγγλ. <i>olive</i>, <i>oil</i>). O νεοελλ. τ. [[ελιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ελαία]], με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[εννέα]]-[[εννιά]], [[καρδία]]-[[καρδιά]]), δηλώνει τόσο το [[δέντρο]] όσο και τον καρπό του. Το ουδ. [[λάδι]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> (<i>ε</i>)<i>λάδιν</i> <span style="color: red;"><</span> (αρχ. μτγν.) <i>ελᾴδιον</i>, υποκοριστικό του αρχ. [[ελάα]] <span style="color: red;"><</span> [[ελαία]], περιόρισε τη [[χρήση]] του αρχ. τ. <i>έλαιον</i> που σήμαινε μόνο «το [[λάδι]] της [[ελιάς]]» και που αποτέλεσε στις νότιες περιοχές βασικό [[στοιχείο]] διατροφής. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκε για τον καθαρισμό του σώματος (<b>βλ. λ.</b> [[σαπούνι]]) [[καθώς]] και για τον φωτισμό. Στους νεώτερους χρόνους χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] ως καύσιμη ύλη και ως λιπαντικό. Η λ. [[λάδι]] χρησιμοποιείται [[επίσης]] γενικά για να δηλώσει [[κάθε]] είδους [[υγρό]] που έχει τα χαρακτηριστικά [[αυτού]] ([[πρβλ]]. [[λάδι]] αυτοκινήτου</i>)].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[ελιά]] ([[ελαία]]): <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: [[ελαϊκός]], [[ελαιώδης]], [[ελαιώνας]], [[ελαίωση]], [[ελαιωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαιάζω]], [[ελαιήεις]], <i>ελαΐδιον</i>, <i>ελαιεύς</i>, <i>ελαιρόν</i>, <i>ελαιρός</i>, [[λαΐς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελάδιον]], <i>ελαιώνης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαΐζω]], [[ελαιηρός]], [[ελαΐνης]], [[ελαΐνεος]], <i>ελαϊστήρας</i>, <i>ελαίτρινος</i>, <i>ελαιώνω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ελαίαγνος]], [[ελαιέμπορος]], [[ελαιοβαφής]], <i>ελαιοβραχής</i>, [[ελαιοβρεχής]], <i>ελαιόβροχος</i>, [[ελαιοδόχος]], [[ελαιοειδής]], <i>ελαιότρυγον</i>, [[ελαιοφόρος]], [[ελαιοφυής]], [[ελαιόφυτος]], [[ελαιόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ελαιθερής</i>, <i>ελαιόδευτος</i>, [[ελαιοθέτης]], <i>ελαιόθηλος</i>, <i>ελαιοκάπηλος</i>, [[ελαιόκομος]], [[ελαιολογώ]], <i>ελαιόμελι</i>, <i>ελαιοπάροχος</i>, <i>ελαιοπληθής</i>, <i>ελαιοπράτης</i>, <i>ελαιόρρους</i>, <i>ελαιοσπάραγος</i>, <i>ελαιόσπονδα</i>, <i>ελαιοτρίπτης</i>, [[ελαιοφανής]], <i>ελαιοχρίστης</i>, [[ελαιοχύτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ελαιοδόκος</i>, <i>ελαιοτρόπιον</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ελαιόγαρον</i>, <i>ελαιοδάφνη</i>, <i>ελαιόθρεπτος</i>, <i>ελαιόκλαδος</i>, [[ελαιοκονία]], <i>ελαιοποιός</i>, [[ελαιοστάφυλος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ελαιακόνη]], [[ελαιότοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαιαγνίδες]], <i>ελαιάγριον</i>, <i>ελαιαέριον</i>, <i>ελαιοβαπτικός</i>, [[ελαιοβαφή]], <i>ελαιόβρεκτος</i>, [[ελαιογόνος]], [[ελαιογραφία]], [[ελαιογραφώ]], <i>ελαιοδάκρυον</i>, [[ελαιοδεκάτη]], <i>ελαιόδενδρον</i>, [[ελαιοδεψία]], <i>ελαιοδιακόπτης</i>, [[ελαιοδόκη]], [[ελαιοδοχείο]], <i>ελαιοκαθαρτήριο</i>, <i>ελαιοκαρποειδή</i>, [[ελαιόκαρπος]], <i>ελαιοκήπιον</i>, [[ελαιοκηρωτικός]], [[ελαιοκινητήρας]], [[ελαιοκόμος]], <i>ελαιοκόνιο</i>, [[ελαιοκούκκουτσο]], [[ελαιοκράμβη]], [[ελαιόλαδο]], [[ελαιόλιθος]], [[ελαιολόγος]], [[ελαιομαργαρίνη]], <i>ελαιομέλαν</i>, <i>ελαιόμετρον</i>, [[ελαιόμυλος]] ελαιοξύμετρον</i>, [[ελαιοπαραγωγός]], [[ελαιοπιεστήριο]], <i>ελαιοπινής</i>, [[ελαιόπιτα]], <i>ελαιοπλακούς</i>, <i>ελαιοπλάστες</i>, [[ελαιόπρινος]], [[ελαιόπρωρος]], <i>ελαιοπτένη</i>, [[ελαιοπυξίδα]], [[ελαιοπυρήνας]], [[ελαιοπώλης]], [[ελαιοσέλινο]], <i>ελαιοσυρμοκινητήρας</i>, [[ελαιοτρίβης]], [[ελαιοτυπία]], [[ελαιοφάγος]], <i>ελαιοφιλοφάγος</i>, <i>ελαιόφυλλον</i>, [[ελαιόχρωμα]], [[ελαιοχρωματίζω]], [[ελαιοχρωμία]]. (Β' συνθετικό) [[αγριελαία]], <i>αμυγδαλέλαιον</i>, [[δαφνέλαιον]], <i>ιασμέλαιον</i>, [[καπνέλαιον]], [[λυχνέλαιον]], [[μυρσινέλαιον]], [[πολυέλαιος]], [[σιναπέλαιον]], [[χαμαιμηλέλαιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγριέλαιος]], <i>αλέλαιον</i>, [[ανέλαιος]], <i>ανηθέλαιον</i>, <i>ανηλιποκαιβλεπέλαιος</i>, [[βαλσαμέλαιον]], [[γαρέλαιον]], [[γλυκέλαιον]], <i>δελφινέλαιος</i>, [[ευέλαιος]], [[καλλιέλαιος]], [[κατέλαιος]], <i>καλλιελαία</i>, [[κεδρέλαιον]], [[κηρέλαιον]], [[κυπρινέλαιον]], [[λιπέλαιον]], [[μαστιχέλαιον]], [[μελανθέλαιον]], [[μοσχέλαιον]], [[νιτρέλαιον]], [[οινέλαιον]], [[ολιγοέλαιος]], <i>οξέλαιον</i>, [[οξυέλαιον]], [[οπιέλαιος]], [[πηγανέλαιον]], [[πισσέλαιον]], <i>ραφανέλαιον</i>, [[ρυπέλαιον]], [[σχινέλαιον]], [[υδρέλαιον]], [[υπέλαιον]], [[φιλέλαιος]], [[φιλογαρέλαιος]], <i>χαμαιμηλέλαιος</i>, <i>χαμέλαια</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγουρέλαιον</i>, <i>αψινθέλαιον</i>, <i>βαμβακέλαιον</i>, <i>γαριφαλέλαιον</i>, <i>ευχέλαιον</i>, <i>ηδυοσμέλαιον</i>, <i>ηπατέλαιον</i>, <i>θυμέλαιον</i>, <i>ιχθυέλαιον</i>, <i>καμφορέλαιον</i>, <i>κανναβέλαιον</i>, [[καπνέλαιον]], [[καρυέλαιον]], <i>κικινέλαιον</i>, <i>κραμβέλαιον</i>, <i>κυμνέλαιον</i>, <i>κυπαρισσέλαιον</i>, <i>λιβανέλαιον</i>, <i>λιγνιτέλαιον</i>, <i>λινέλαιον</i>, <i>μηκωνέλαιον</i>, <i>μηχανέλαιον</i>, <i>μινθέλαιον</i>, <i>μοσχοκαρυέλαιον</i>, <i>μουρουνέλαιον</i>, <i>μυρτέλαιον</i>, <i>ορυκτέλαιον</i>, <i>παραφινέλαιον</i>, <i>περγαμέλαιον</i>, [[πετρέλαιον]], <i>πικραμυγδαλέλαιον</i>, <i>πυρηνέλαιον</i>, <i>ρητινέλαιον</i>, <i>ροδέλαιον</i>, <i>σησαμέλαιον</i>, <i>σκορδέλαιον</i>, <i>σκοροδέλαιον</i>, <i>σπορέλαιον</i>, <i>τερεβινθέλαιον</i>, <i>φαλαινέλαιον</i>, <i>φοινικέλαιον</i>].
}}
}}