εὔδοξος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔδοξος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], ο [[ένδοξος]], ο τιμημένος (α. «[[νέες]] εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐδόξως</i> (Α)<br /><b>1.</b> ένδοξα, [[λαμπρά]]<br /><b>2.</b> με τιμητική [[διάκριση]] («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>δοξος</i>, [[παρά]]-<i>δοξος</i>].
|mltxt=[[εὔδοξος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], ο [[ένδοξος]], ο τιμημένος (α. «[[νέες]] εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐδόξως</i> (Α)<br /><b>1.</b> ένδοξα, [[λαμπρά]]<br /><b>2.</b> με τιμητική [[διάκριση]] («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>δοξος</i>, [[παρά]]-<i>δοξος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm