θείο: Difference between revisions

28 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM θείον)<br /><b>βλ.</b> [[θεῖος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. [[θείος]] (Ι)].<br /><b>(II)</b><br />το (Α θείον, επικ. τ. [[θέειον]] και [[θήϊον]])<br /><b>1.</b> αμέταλλο στερεό χημικό [[στοιχείο]] με έντονο κίτρινο [[χρώμα]], άοσμο και άγευστο, που αποτελεί [[κακό]] αγωγό της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, κν. [[θειάφι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καπνός]] και [[οσμή]] θείου (θειαφιού)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>βιολ.</b> «θείου [[κύκλος]]» — [[κυκλοφορία]] του θείου υπό τις διάφορες μορφές του στη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός [[είναι]] ο [[επικός]] τ. [[θέειον]], ενώ το [[άπαξ]] ειρημένο ομηρ. [[θήιον]] [[είναι]] [[μετρικός]] [[μεταπλασμός]]. Από το [[θέειον]] προήλθε με [[υφαίρεση]] (σίγηση του <i>ε</i> στην [[ακολουθία]] -<i>εει</i>-) το <i>θείον</i>, απ' όπου το παράγ. ρ. [[θειόω]]-<i>ώ</i> και [[θεόω]]-<i>ώ</i> (με [[συστολή]] της διφθόγγου λόγω αποβολής του -<i>ι</i>-), επικ. [[θεειόω]]. Εξάλλου ο τ. [[θέειον]] <span style="color: red;"><</span> <i>θFέσ</i>-<i>ειον</i> προϋποθέτει αμάρτυρο ουσ. <i>θFέσ</i>-<i>ος</i> «[[καπνός]]», το οποίο θα σχηματίστηκε βάσει ενός ρ. με σημ. «[[καπνίζω]], [[εκπνέω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>dves</i>-<i>iu</i> «[[παραδίδω]] το [[πνεύμα]], [[ξεψυχώ]]»). Στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λ. [[θείο]](<i>ν</i>) χρησιμοποιήθηκε ως α' συνθετικό νόθων συνθ. (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thiohemoglobin</i>, <i>thiocarbamide</i>, <i>thionyl</i>), παράλληλα [[προς]] τους λατινογενείς (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>sulphemoglobinemia</i>, <i>sulfosalts</i>, γαλλ. <i>sulfurimetre</i>) με α' συνθετικό τον αντίστοιχο [[ξένο]] όρο (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>sulphur</i>, γαλλ. <i>sulfure</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θειάφι]](<i>ον</i>), [[θειώ]] (ΙΙ), [[θειώδης]] (ΙΙ)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM θείον)<br /><b>βλ.</b> [[θεῖος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. [[θείος]] (Ι)].<br /><b>(II)</b><br />το (Α θείον, επικ. τ. [[θέειον]] και [[θήϊον]])<br /><b>1.</b> αμέταλλο στερεό χημικό [[στοιχείο]] με έντονο κίτρινο [[χρώμα]], άοσμο και άγευστο, που αποτελεί [[κακό]] αγωγό της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, κν. [[θειάφι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καπνός]] και [[οσμή]] θείου (θειαφιού)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>βιολ.</b> «θείου [[κύκλος]]» — [[κυκλοφορία]] του θείου υπό τις διάφορες μορφές του στη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός [[είναι]] ο [[επικός]] τ. [[θέειον]], ενώ το [[άπαξ]] ειρημένο ομηρ. [[θήιον]] [[είναι]] [[μετρικός]] [[μεταπλασμός]]. Από το [[θέειον]] προήλθε με [[υφαίρεση]] (σίγηση του <i>ε</i> στην [[ακολουθία]] -<i>εει</i>-) το <i>θείον</i>, απ' όπου το παράγ. ρ. [[θειόω]]-<i>ώ</i> και [[θεόω]]-<i>ώ</i> (με [[συστολή]] της διφθόγγου λόγω αποβολής του -<i>ι</i>-), επικ. [[θεειόω]]. Εξάλλου ο τ. [[θέειον]] <span style="color: red;"><</span> <i>θFέσ</i>-<i>ειον</i> προϋποθέτει αμάρτυρο ουσ. <i>θFέσ</i>-<i>ος</i> «[[καπνός]]», το οποίο θα σχηματίστηκε βάσει ενός ρ. με σημ. «[[καπνίζω]], [[εκπνέω]]» ([[πρβλ]]. λιθ. <i>dves</i>-<i>iu</i> «[[παραδίδω]] το [[πνεύμα]], [[ξεψυχώ]]»). Στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λ. [[θείο]](<i>ν</i>) χρησιμοποιήθηκε ως α' συνθετικό νόθων συνθ. ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>thiohemoglobin</i>, <i>thiocarbamide</i>, <i>thionyl</i>), παράλληλα [[προς]] τους λατινογενείς ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>sulphemoglobinemia</i>, <i>sulfosalts</i>, γαλλ. <i>sulfurimetre</i>) με α' συνθετικό τον αντίστοιχο [[ξένο]] όρο ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>sulphur</i>, γαλλ. <i>sulfure</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θειάφι]](<i>ον</i>), [[θειώ]] (ΙΙ), [[θειώδης]] (ΙΙ)].
}}
}}