ιδιόρρυθμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόρρυθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιότροπος]], [[αλλιώτικος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» — τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική [[περιουσία]] και να τρώνε μόνοι στα κελλιά τους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιορρύθμως</i> και <i>ιδιόρρυθμα</i> (Μ ἰδιορρύθμως)<br />με ξεχωριστό, με ιδιαίτερο τρόπο ζωής<br /><b>νεοελλ.</b><br />παράξενα, ιδιότροπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυθμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυθμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έκ</i>-<i>ρυθμος</i>. [[ταχύ]]-<i>ρρυθμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόρρυθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιότροπος]], [[αλλιώτικος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» — τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική [[περιουσία]] και να τρώνε μόνοι στα κελλιά τους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιορρύθμως</i> και <i>ιδιόρρυθμα</i> (Μ ἰδιορρύθμως)<br />με ξεχωριστό, με ιδιαίτερο τρόπο ζωής<br /><b>νεοελλ.</b><br />παράξενα, ιδιότροπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυθμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυθμός]]), [[πρβλ]]. <i>έκ</i>-<i>ρυθμος</i>. [[ταχύ]]-<i>ρρυθμος</i>].
}}
}}