κήλων: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κήλων]], -ωνος)<br />[[επιβήτορας]] [[ίππος]] ή όνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα φρέατα, κν. [[γεράνι]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. σε -<i>ων</i> / -<i>ωνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>γλίσχρ</i>-<i>ων</i>), που προέρχεται πιθ. από τον τ. [[κήλον]] με τη μη μαρτυρούμενη σημ. «[[πόσθη]], ανδρικό [[μόριο]]». Η [[υπόθεση]] αυτή βασίζεται πιθ. στο ότι στην [[αρχαιότητα]] υπήρχαν πολλές παραστάσεις ιθύφαλου όνου].
|mltxt=ο (ΑΜ [[κήλων]], -ωνος)<br />[[επιβήτορας]] [[ίππος]] ή όνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα φρέατα, κν. [[γεράνι]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. σε -<i>ων</i> / -<i>ωνος</i> ([[πρβλ]]. <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>γλίσχρ</i>-<i>ων</i>), που προέρχεται πιθ. από τον τ. [[κήλον]] με τη μη μαρτυρούμενη σημ. «[[πόσθη]], ανδρικό [[μόριο]]». Η [[υπόθεση]] αυτή βασίζεται πιθ. στο ότι στην [[αρχαιότητα]] υπήρχαν πολλές παραστάσεις ιθύφαλου όνου].
}}
}}
{{lsm
{{lsm