3,274,919
edits
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κίτρινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κίτρου (α. «σα [[φύλλο]] κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ.<br />β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ωχρός]] στην όψη, [[χλομός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κίτρινο</i><br />α) το [[χρώμα]] του κίτρου ή η [[χρωστική]] ύλη που έχει το [[χρώμα]] αυτό (α. «έβαλε πολύ κίτρινο στον τοίχο» β. «το κίτρινο του αργύρου» γ. «το κίτρινο του χρωμίου» δ. «το κίτρινο της κινολίνης»)<br />β) ο [[κρόκος]] του αβγού, το [[κιτρινάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κίτρινη [[φυλή]]» — η μογγολική [[φυλή]]<br />β) «[[κίτρινος]] [[πυρετός]]» — [[οξεία]] [[λοιμώδης]] [[νόσος]] τών τροπικών και υποτροπικών χωρών, η οποία ως συμπτώματά της έχει πονοκεφάλους, πόνους στη [[ράχη]], υψηλό πυρετό, [[ναυτία]], εμέτους, αιμορραγίες τών βλεννογόνων και ίκτερο<br />γ) «[[κίτρινος]] [[τύπος]]» — το [[σύνολο]] τών εντύπων που εφαρμόζουν τις μεθόδους του κιτρινισμού<br />δ) «κίτρινοι εργάτες» — οι απεργοσπάστες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[κιτριά]] ή αυτός που προέρχεται από αυτό το [[δέντρο]] («κίτρινον [[ξύλον]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κίτρινον</i><br />[[αλοιφή]] με κίτρινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίτρο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>, χαρακτηριστική της ύλης ή του χρώματος ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[κίτρινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κίτρου (α. «σα [[φύλλο]] κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ.<br />β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ωχρός]] στην όψη, [[χλομός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κίτρινο</i><br />α) το [[χρώμα]] του κίτρου ή η [[χρωστική]] ύλη που έχει το [[χρώμα]] αυτό (α. «έβαλε πολύ κίτρινο στον τοίχο» β. «το κίτρινο του αργύρου» γ. «το κίτρινο του χρωμίου» δ. «το κίτρινο της κινολίνης»)<br />β) ο [[κρόκος]] του αβγού, το [[κιτρινάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κίτρινη [[φυλή]]» — η μογγολική [[φυλή]]<br />β) «[[κίτρινος]] [[πυρετός]]» — [[οξεία]] [[λοιμώδης]] [[νόσος]] τών τροπικών και υποτροπικών χωρών, η οποία ως συμπτώματά της έχει πονοκεφάλους, πόνους στη [[ράχη]], υψηλό πυρετό, [[ναυτία]], εμέτους, αιμορραγίες τών βλεννογόνων και ίκτερο<br />γ) «[[κίτρινος]] [[τύπος]]» — το [[σύνολο]] τών εντύπων που εφαρμόζουν τις μεθόδους του κιτρινισμού<br />δ) «κίτρινοι εργάτες» — οι απεργοσπάστες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[κιτριά]] ή αυτός που προέρχεται από αυτό το [[δέντρο]] («κίτρινον [[ξύλον]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κίτρινον</i><br />[[αλοιφή]] με κίτρινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίτρο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>, χαρακτηριστική της ύλης ή του χρώματος ([[πρβλ]]. <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>, <i>πράσ</i>-<i>ινος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κιτρινάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρινάδι]], [[κιτρινιάζω]], [[κιτρινιάρης]], [[κιτρινίζω]], [[κιτρινίλα]], [[κιτρινωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κιτρινοειδής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κιτρινοβυσσινάτος</i>, [[κιτρινογένης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρινοβαμμένος]], [[κιτρινοκόκκινος]], [[κιτρινόμαυρος]], [[κιτρινοπούλι]], [[κιτρινοπράσινος]], <i>κιτρινοσιδηρίτης</i>, [[κιτρινοφυλλιάζω]], [[κιτρινόχροια]], [[κιτρινόχρους]]. (Β' συνθετικό) [[ολοκίτρινος]], [[χρυσοκίτρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακροκίτρινος</i>, <i>ανοιχτοκίτρινος</i>, [[ασπροκίτρινος]], <i>αχνοκίτρινος</i>, <i>βαθυκίτρινος</i>, [[ερυθροκίτρινος]], <i>καστανοκίτρινος</i>, [[κατακίτρινος]], <i>καφεκίτρινος</i>, <i>κοκκινοκίτρινος</i>, [[μαυροκίτρινος]], <i>μελανοκίτρινος</i>, <i>ξανθοκίτρινος</i>, [[πρασινοκίτρινος]], <i>σταχτοκίτρινος</i>, [[υποκίτρινος]], [[φαιοκίτρινος]], <i>χλομοκίτρινος</i>, [[ωχροκίτρινος]]]. | ||
}} | }} |