3,273,757
edits
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κίντυνος, ο και κίντυνο, το (ΑΜ [[κίνδυνος]], Μ και κίνδυνον, το, Α και [[κίνδυν]], -υνος)<br /><b>1.</b> επαπειλούμενο [[κακό]], [[απειλή]] άμεσου υπαρκτού κακού (α. «[[κίνδυνος]] ηλεκτροπληξίας» β. «συνάρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἀλλ' [[οὕτως]] ἐπεπείσμην μέγαν [[εἶναι]] τὸν κατειληφότα κίνδυνον τήν πόλιν», Δημοσθ)<br /><b>2.</b> [[πιθανότητα]] να συμβεί [[κάτι]] δυσάρεστο ή καταστρεπτικό (α. «η εξωτερική τους [[πολιτική]] εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη [[χώρα]]» β. «διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο από τη [[μόλυνση]] του περιβάλλοντος» γ. «τίς ἡμᾱς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῑψις... ἢ [[κίνδυνος]] ἢ [[μάχαιρα]];», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (νομ. α) η [[ζημία]] που προέρχεται από τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) <b>φρ.</b> «[[φέρω]] τον κίνδυνο», [[υφίσταμαι]] τη [[ζημιά]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br />γ) «[[επαγγελματικός]] [[κίνδυνος]]» — ο [[κίνδυνος]] που διατρέχει ο εργαζόμενος από [[ατύχημα]] αναίτιο την ώρα της εργασίας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρούω]] τον κώδωνα του κινδύνου» — [[προειδοποιώ]] για κάποιο επικείμενο [[κακό]] εφιστώντας την [[προσοχή]] τών ενδιαφερομένων<br />β) «[[κίνδυνος]]-[[θάνατος]]» ή «[[προσοχή]] [[κίνδυνος]]» — [[επιγραφή]] με την οποία απαγορεύεται η [[προσέγγιση]] σε ένα [[μέρος]] ή η [[επαφή]] με ένα [[αντικείμενο]] [[επειδή]] θεωρούνται επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή<br />γ) <b>ναυτ.</b> «σήματα κινδύνου» — σήματα τα οποία στέλνει ένα [[πλοίο]] που χρειάζεται άμεση [[βοήθεια]]<br />δ) «[[έξοδος]] κινδύνου» — [[επιγραφή]] με την οποία δηλώνεται ότι η [[έξοδος]] χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης<br />ε) «υπ' αριθ. 1 [[κίνδυνος]]» — η μέγιστη [[απειλή]]<br />στ) «[[δημόσιος]] [[κίνδυνος]]» — [[χαρακτηρισμός]] ατόμου, ομάδας ή φαινομένου, τών οποίων η [[δράση]] ή η [[επίδραση]] αποτελεί [[απειλή]] για την [[κοινωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπάθεια]], [[τόλμημα]]<br /><b>2.</b> [[μάχη]], [[πόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. θ. <i>κι</i>-<i>νδ</i>- ([[ρίζα]] <i>κι</i>-, | |mltxt=και κίντυνος, ο και κίντυνο, το (ΑΜ [[κίνδυνος]], Μ και κίνδυνον, το, Α και [[κίνδυν]], -υνος)<br /><b>1.</b> επαπειλούμενο [[κακό]], [[απειλή]] άμεσου υπαρκτού κακού (α. «[[κίνδυνος]] ηλεκτροπληξίας» β. «συνάρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἀλλ' [[οὕτως]] ἐπεπείσμην μέγαν [[εἶναι]] τὸν κατειληφότα κίνδυνον τήν πόλιν», Δημοσθ)<br /><b>2.</b> [[πιθανότητα]] να συμβεί [[κάτι]] δυσάρεστο ή καταστρεπτικό (α. «η εξωτερική τους [[πολιτική]] εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη [[χώρα]]» β. «διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο από τη [[μόλυνση]] του περιβάλλοντος» γ. «τίς ἡμᾱς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῑψις... ἢ [[κίνδυνος]] ἢ [[μάχαιρα]];», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (νομ. α) η [[ζημία]] που προέρχεται από τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) <b>φρ.</b> «[[φέρω]] τον κίνδυνο», [[υφίσταμαι]] τη [[ζημιά]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br />γ) «[[επαγγελματικός]] [[κίνδυνος]]» — ο [[κίνδυνος]] που διατρέχει ο εργαζόμενος από [[ατύχημα]] αναίτιο την ώρα της εργασίας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρούω]] τον κώδωνα του κινδύνου» — [[προειδοποιώ]] για κάποιο επικείμενο [[κακό]] εφιστώντας την [[προσοχή]] τών ενδιαφερομένων<br />β) «[[κίνδυνος]]-[[θάνατος]]» ή «[[προσοχή]] [[κίνδυνος]]» — [[επιγραφή]] με την οποία απαγορεύεται η [[προσέγγιση]] σε ένα [[μέρος]] ή η [[επαφή]] με ένα [[αντικείμενο]] [[επειδή]] θεωρούνται επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή<br />γ) <b>ναυτ.</b> «σήματα κινδύνου» — σήματα τα οποία στέλνει ένα [[πλοίο]] που χρειάζεται άμεση [[βοήθεια]]<br />δ) «[[έξοδος]] κινδύνου» — [[επιγραφή]] με την οποία δηλώνεται ότι η [[έξοδος]] χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης<br />ε) «υπ' αριθ. 1 [[κίνδυνος]]» — η μέγιστη [[απειλή]]<br />στ) «[[δημόσιος]] [[κίνδυνος]]» — [[χαρακτηρισμός]] ατόμου, ομάδας ή φαινομένου, τών οποίων η [[δράση]] ή η [[επίδραση]] αποτελεί [[απειλή]] για την [[κοινωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπάθεια]], [[τόλμημα]]<br /><b>2.</b> [[μάχη]], [[πόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. θ. <i>κι</i>-<i>νδ</i>- ([[ρίζα]] <i>κι</i>-, [[πρβλ]]. <i>κίω</i>, <i>κινῶ</i>, <span style="color: red;">+</span> [[πρόσφυμα]] -<i>νδ</i>-), όπως διαπιστώνεται και στον λεσβιακό τ. <i>κίνδ</i>-<i>υν</i>, γεν. <i>κίνδ</i>-<i>υνος</i>, και συνδέεται με τον τ. [[κίνδαξ]]. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται με [[ανομοίωση]] από το σύνθετο <i>κύν</i>-<i>δυνος</i>, του οποίου ως α' συνθετικό θεωρείται ο τ. [[κύων]] με σημ. «κακή [[ζαριά]]» και ως β' συνθετικό [[ένας]] τ. με θ. <i>δυ</i>-, [[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ī</i><i>vyati</i> «[[παίζω]] ζάρια» και <i>dyŭta</i>- «[[παιχνίδι]] με ζάρια», με ανάλογη [[σημασία]]. Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι η λ. [[είτε]] [[είναι]] μικρασιατικής προελεύσεως [[είτε]] ανήκει στο προελληνικό [[υπόστρωμα]]. Ο τ. [[κίνδυνος]] θεωρούνταν όρος του παιχνιδιού τών ζαριών και, γι' αυτό, συνδέεται σημασιολογικά με την [[έννοια]] της αβέβαιης τύχης<br />[[έτσι]] η λ. συσχετίζεται και με τη φρ. «κινῶ λίθον», η οποία χρησιμοποιούνταν και ως όρος [[αυτού]] του παιχνιδιού και με μτφ. σημ. «[[διακινδυνεύω]], [[ριψοκινδυνεύω]]». Ο μσν. τ. <i>κίνδυνο</i>, <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίνδυνος]], με [[αλλαγή]] γένους ([[πρβλ]]. [[κόκκαλος]]: <i>κόκ</i>[[κ]]<i>αλο</i>), ενώ ο νεοελλ. τ. [[κίνδυνος]] προήλθε με ηχηροποίηση ([[πρβλ]]. [[δένδρο]]: [[δέντρο]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κινδυνεύω]], [[κινδυνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κινδυνάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ακίνδυνος]], [[επικίνδυνος]], [[μικροκίνδυνος]], [[ριψοκίνδυνος]], [[φιλοκίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ανεπικίνδυνος</i>, <i>εθελοκίνδυνος</i>, [[ισοκίνδυνος]], [[κερβεροκίνδυνος]], [[μεγαλοκίνδυνος]], [[πολυκίνδυνος]], [[πυκνοκίνδυνος]], [[υποκίνδυνος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |