3,274,919
edits
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καλῶ, -έω, Α αιολ. τ. [[κάλημι]])<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] από κάποιον να έρθει [[κοντά]] μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική [[γρήγορα]]» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον για χορό, [[δείπνο]], [[γιορτή]] κ.λπ., [[συγκεντρώνω]] άτομα με [[πρόσκληση]] (α. «δεν μέ κάλεσε στον γάμο της» β. «[[ὁπότε]] ἐπὶ δεῑπνον καλέσαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] κάποιον να έρθει στο δικαστήριο ως [[μάρτυρας]] ή ως [[κατηγορούμενος]] («ἕως ἂν τὴν [[δίκην]] [[ἄρχων]] καλῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ζητώ]], [[απαιτώ]], [[αξιώνω]] (α. «το καλεί η ώρα» ή «το καλεί ο [[καιρός]]» — τὸ απαιτούν οι περιστάσεις<br />β. «ὁ καιρὸς... οὐ μόνον εὔνουν καὶ [[πλούσιον]] ἄνδρ' ἐκάλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]], [[ονοματίζω]] («τὸ δ' ἐστὶ ἐν τῆ Θεράπνῃ καλευμένη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατάζω]] κάποιον ως ανώτερη [[αρχή]] να κάνει [[κάτι]] («μέ κάλεσε σε [[απολογία]] ο [[υπουργός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώ]] στα όπλα» — [[προσκαλώ]] στις τάξεις του στρατού, [[επιστρατεύω]]<br />β) «[[καλώ]] σε [[βοήθεια]]» — [[φωνάζω]] ή [[κάνω]] σήματα ζητώντας [[βοήθεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσκαλώ]] σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[αποκαλώ]], [[θεωρώ]] («ἅπαντες τὸν Διγενήν ἐκάλουν εὐεργέτην», Διγ. Ακρ.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]] («καλεί με να μαλώσομε», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πίνω]] στην [[υγεία]] κάποιου λέγοντας το όνομά του, [[προπίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> <i>καλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) προορίζομαι για [[κάτι]] («ἐκλήθηκα [[δούλη]]», Ιμπ. και Μαργ.)<br />β) υποχρεώνομαι να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄνομα]] καλεῑται» — ονομάζεται<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) επικαλούμαι, [[προσφωνώ]] (α. «τὸν θεὸν καλοῦμαι μάρτυραν στὴν θλίψιν [[ὅπου]] ἔχω», Χρον. Moρ.<br />β. «τούτων [[μάρτυρας]] καλῶ θεούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[φωνάζω]] κάποιον [[κοντά]] μου («Ἑλένην ἐκαλέσσατο φωνῆ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> ονομάζομαι, θεωρούμαι ως [[κάτι]], [[είμαι]] [[κάτι]] («[[τάδε]]... πιστὰ καλεῑται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (παθ. παρακμ.) <i>κέκλημαι</i><br />([[ιδίως]] για πρόσ. που μεταβαίνουν στον έγγαμο βίο) έχω λάβει όνομα, θεωρούμαι ότι [[είμαι]], [[είμαι]] («σὴ [[παράκοιτις]] κέκλημαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὄvoμα καλεῖν τι ή τινα ήἐπὶ τινι» — [[ονομάζω]], [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, [[δίνω]] όνομα σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[καλέ]]-<i>ω</i>, -<i>ῶ</i> σχηματίστηκε από θ. <i>καλε</i>- που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] μιας αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>καλη</i>-. Αυτή η [[βαθμίδα]] εμφανίζεται στον αόρ. <i>ε</i>-<i>κάλε</i>-<i>σα</i> [[καθώς]] και στα μεταρρηματικά παρ. <i>κάλε</i>-<i>σις</i>, <i>καλε</i>-<i>στός</i> κ.ά. Ο αιολ. τ. [[κάλη]]-<i>μι</i> (αν εδώ το -<i>η</i>- δεν οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]]) και το κυπρ. <i>καλή</i>-<i>ζω</i> εμφανίζουν [[υστερογενώς]] εκτεταμένη (ως [[προς]] το β' [[φωνήεν]]) [[μορφή]] της ρίζας. Απαντά [[επίσης]] θ. <i>κλη</i>- (μηδενισμένη και [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας) σε ρηματικούς τ. του <i>καλῶ</i>, όπως: παθ. μέλλ. <i>κλη</i>-<i>θήσομαι</i>, παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κλήθην</i>, ποιητ. [[ενεστωτικός]] τ. με αναδιπλασιασμό <i>κι</i>-<i>κλή</i>-<i>σκω</i> [[καθώς]] και στα περισσότερα μεταρρηματικά παρ. ( | |mltxt=(AM καλῶ, -έω, Α αιολ. τ. [[κάλημι]])<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] από κάποιον να έρθει [[κοντά]] μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική [[γρήγορα]]» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον για χορό, [[δείπνο]], [[γιορτή]] κ.λπ., [[συγκεντρώνω]] άτομα με [[πρόσκληση]] (α. «δεν μέ κάλεσε στον γάμο της» β. «[[ὁπότε]] ἐπὶ δεῑπνον καλέσαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] κάποιον να έρθει στο δικαστήριο ως [[μάρτυρας]] ή ως [[κατηγορούμενος]] («ἕως ἂν τὴν [[δίκην]] [[ἄρχων]] καλῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ζητώ]], [[απαιτώ]], [[αξιώνω]] (α. «το καλεί η ώρα» ή «το καλεί ο [[καιρός]]» — τὸ απαιτούν οι περιστάσεις<br />β. «ὁ καιρὸς... οὐ μόνον εὔνουν καὶ [[πλούσιον]] ἄνδρ' ἐκάλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]], [[ονοματίζω]] («τὸ δ' ἐστὶ ἐν τῆ Θεράπνῃ καλευμένη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατάζω]] κάποιον ως ανώτερη [[αρχή]] να κάνει [[κάτι]] («μέ κάλεσε σε [[απολογία]] ο [[υπουργός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώ]] στα όπλα» — [[προσκαλώ]] στις τάξεις του στρατού, [[επιστρατεύω]]<br />β) «[[καλώ]] σε [[βοήθεια]]» — [[φωνάζω]] ή [[κάνω]] σήματα ζητώντας [[βοήθεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσκαλώ]] σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[αποκαλώ]], [[θεωρώ]] («ἅπαντες τὸν Διγενήν ἐκάλουν εὐεργέτην», Διγ. Ακρ.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]] («καλεί με να μαλώσομε», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πίνω]] στην [[υγεία]] κάποιου λέγοντας το όνομά του, [[προπίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> <i>καλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) προορίζομαι για [[κάτι]] («ἐκλήθηκα [[δούλη]]», Ιμπ. και Μαργ.)<br />β) υποχρεώνομαι να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄνομα]] καλεῑται» — ονομάζεται<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) επικαλούμαι, [[προσφωνώ]] (α. «τὸν θεὸν καλοῦμαι μάρτυραν στὴν θλίψιν [[ὅπου]] ἔχω», Χρον. Moρ.<br />β. «τούτων [[μάρτυρας]] καλῶ θεούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[φωνάζω]] κάποιον [[κοντά]] μου («Ἑλένην ἐκαλέσσατο φωνῆ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> ονομάζομαι, θεωρούμαι ως [[κάτι]], [[είμαι]] [[κάτι]] («[[τάδε]]... πιστὰ καλεῑται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (παθ. παρακμ.) <i>κέκλημαι</i><br />([[ιδίως]] για πρόσ. που μεταβαίνουν στον έγγαμο βίο) έχω λάβει όνομα, θεωρούμαι ότι [[είμαι]], [[είμαι]] («σὴ [[παράκοιτις]] κέκλημαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὄvoμα καλεῖν τι ή τινα ήἐπὶ τινι» — [[ονομάζω]], [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, [[δίνω]] όνομα σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[καλέ]]-<i>ω</i>, -<i>ῶ</i> σχηματίστηκε από θ. <i>καλε</i>- που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] μιας αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>καλη</i>-. Αυτή η [[βαθμίδα]] εμφανίζεται στον αόρ. <i>ε</i>-<i>κάλε</i>-<i>σα</i> [[καθώς]] και στα μεταρρηματικά παρ. <i>κάλε</i>-<i>σις</i>, <i>καλε</i>-<i>στός</i> κ.ά. Ο αιολ. τ. [[κάλη]]-<i>μι</i> (αν εδώ το -<i>η</i>- δεν οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]]) και το κυπρ. <i>καλή</i>-<i>ζω</i> εμφανίζουν [[υστερογενώς]] εκτεταμένη (ως [[προς]] το β' [[φωνήεν]]) [[μορφή]] της ρίζας. Απαντά [[επίσης]] θ. <i>κλη</i>- (μηδενισμένη και [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας) σε ρηματικούς τ. του <i>καλῶ</i>, όπως: παθ. μέλλ. <i>κλη</i>-<i>θήσομαι</i>, παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κλήθην</i>, ποιητ. [[ενεστωτικός]] τ. με αναδιπλασιασμό <i>κι</i>-<i>κλή</i>-<i>σκω</i> [[καθώς]] και στα περισσότερα μεταρρηματικά παρ. ([[πρβλ]]. <i>κλῆ</i>-<i>σις</i>, <i>κλη</i>-<i>τήρ</i>, <i>κλη</i>-<i>τός</i>). Το ρ. <i>καλῶ</i>, [[τέλος]], συνδέεται με τον ουμβρικό τ. προστακτικής <i>kařetu</i>, λατ. <i>cal</i><i>ā</i><i>re</i> «[[καλώ]]» (στη λατ. απαντά και θ. <i>cl</i><i>ā</i>-, [[πρβλ]]. <i>clamo</i>, -<i>ā</i><i>re</i> «[[φωνάζω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλεστής]], [[καλεστός]], [[κλήση]] (Α -<i>ις</i>), [[κλητήρας]] (Α -<i>ήρ</i>), [[κλητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλήτωρ]], [[κλήδην]], [[κλήτωρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κάλεσις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καλεστικός]], [[καλέστρα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κάλεσμα]], [[καλεσμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλεσιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλεσάνδρα]], [[καλεσίχορος]]. (Β' συνθετικό) [[ανακαλώ]], [[αντεγκαλώ]], [[αποκαλώ]], [[εγκαλώ]], [[επανακαλώ]], [[μετακαλώ]], [[παρακαλώ]], [[προκαλώ]], [[προσκαλώ]], [[συγκαλώ]], [[συναποκαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεπικαλώ</i>, [[αντικαλώ]], [[αντιπαρακαλώ]], [[εισκαλώ]], [[εκκαλώ]], [[εναπειροκαλώ]], [[επεγκαλώ]], [[επεισκαλώ]], [[επικαλώ]], [[κατακαλώ]], [[προεγκαλώ]], <i>προεκκαλώ</i>, [[προσεπικαλώ]], [[προσεπιπαρακαλώ]], [[προσπαρακαλώ]], [[συμπαρακαλώ]], <i>συνεκκαλώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντιπροκαλώ]], <i>αντιπροσκαλώ</i>, [[θερμοπαρακαλώ]], <i>συχνοπαρακαλώ</i>, <i>χιλιοπαρακαλώ</i>]. | ||
}} | }} |