3,251,689
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καματηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που προκαλεί κάματο, [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]] («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπονημένος, τσακισμένος απ' την [[κούραση]], πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος σε κοπιαστική [[εργασία]], [[καματερός]]<br /><b>3.</b> [[νοσηρός]] («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καματηρώς</i> (Α)<br />με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρός</i> ( | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καματηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που προκαλεί κάματο, [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]] («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπονημένος, τσακισμένος απ' την [[κούραση]], πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος σε κοπιαστική [[εργασία]], [[καματερός]]<br /><b>3.</b> [[νοσηρός]] («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καματηρώς</i> (Α)<br />με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |