κλεφτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κλεπτός]] -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κρυφά]] και βιαστικά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κλεφτή</i><br />[[γυναίκα]] που κλέφτηκε («τη [[γυναίκα]] του τήν έχει κλεφτή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλεφτά]] (Μ κλεφτῶς)<br /><b>1.</b> με τον τρόπο του κλέφτη, [[κρυφά]], κλεφτάτα<br /><b>2.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά («έφαγα στα [[κλεφτά]] [[γιατί]] είχα πολλή δουλειά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλεπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Ο τ. [[κλεφτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλεπτός]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[πτύω]]: [[φτύνω]])].
|mltxt=και [[κλεπτός]] -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κρυφά]] και βιαστικά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κλεφτή</i><br />[[γυναίκα]] που κλέφτηκε («τη [[γυναίκα]] του τήν έχει κλεφτή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλεφτά]] (Μ κλεφτῶς)<br /><b>1.</b> με τον τρόπο του κλέφτη, [[κρυφά]], κλεφτάτα<br /><b>2.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά («έφαγα στα [[κλεφτά]] [[γιατί]] είχα πολλή δουλειά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλεπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Ο τ. [[κλεφτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλεπτός]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ([[πρβλ]]. [[πτύω]]: [[φτύνω]])].
}}
}}