3,276,318
edits
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κοιμούμαι]] (Α κοιμῶ, -άω, Μ κοιμοῦμαι και κοιμῶμαι)<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ύπνου, [[πέφτω]] σε ύπνο<br /><b>2.</b> [[πλαγιάζω]] για ύπνο<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πεθαίνω]], [[κείτομαι]] [[νεκρός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αδιαφορώ]], [[απρακτώ]], [[εφησυχάζω]], [[αδρανώ]] («το [[κράτος]] κοιμάται»)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]], [[συνευρίσκομαι]], [[πλαγιάζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] διανοητικά [[νωθρός]]<br />β) [[είμαι]] [[οκνηρός]], αργοκίνητος («κοιμάται όρθιος»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] τέλειας ακινησίας, [[ηρεμώ]] [[τελείως]] («τα νερά της λίμνης κοιμούνται»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιμάται τον ύπνο του δικαίου» ή «κοιμάται τον αξύπνητο» — πέθανε, [[είναι]] [[νεκρός]]<br />β) «[[κοιμάμαι]] με τις κότες» — [[πηγαίνω]] πολύ [[νωρίς]] για ύπνο<br />γ) «κοιμάται κι η [[τύχη]] του δουλεύει» — κερδίζει [[χωρίς]] να κοπιάσει<br /><b>μσν.</b><br />«κοιμοῦμαι θάνατον» — [[πεθαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το παθ.) <i>κοιμῶμαι</i>. -<i>άομαι</i><br />α) [[φυλάγω]] [[φρουρά]] τη [[νύχτα]]<br />β) [[διανυκτερεύω]]<br />γ) [[ονειρεύομαι]]<br /><b>2.</b> (το ενεργ.) <i>κοιμῶ</i>, -<i>άω</i><br />α) [[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί, [[κοιμίζω]]<br />β) καταπραΐνω, [[κατευνάζω]], [[καθησυχάζω]] («κοίμησον δ' ὀδύνας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>οι κεκοιμημένοι</i><br />οι νεκροί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοίμησον [[στόμα]]» — σώπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[κοιμάω]] / -<i>ῶ</i> και <i>κοιμάομαι</i> / -<i>ῶμαι</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοῖμα</i> ή <i>κοῖμος</i> που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοιμ</i>- της ρίζας <i>κειμ</i>- του [[κεῖμαι]]. Ο νεοελλ. τ. [[κοιμάμαι]] σχηματίστηκε υποχωρητικά, αναλογικά [[προς]] το γ' εν. <i>κοιμᾶται</i> του <i>κοιμῶμαι</i>. Επίσης σχηματίστηκε τ. σε -<i>οῦμαι</i> (<i>κοιμοῦμαι</i>), η [[κλίση]] του οποίου περιορίστηκε στο α' εν. και, τοπικά, και στο α' πληθ. ( | |mltxt=και [[κοιμούμαι]] (Α κοιμῶ, -άω, Μ κοιμοῦμαι και κοιμῶμαι)<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ύπνου, [[πέφτω]] σε ύπνο<br /><b>2.</b> [[πλαγιάζω]] για ύπνο<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πεθαίνω]], [[κείτομαι]] [[νεκρός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αδιαφορώ]], [[απρακτώ]], [[εφησυχάζω]], [[αδρανώ]] («το [[κράτος]] κοιμάται»)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]], [[συνευρίσκομαι]], [[πλαγιάζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] διανοητικά [[νωθρός]]<br />β) [[είμαι]] [[οκνηρός]], αργοκίνητος («κοιμάται όρθιος»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] τέλειας ακινησίας, [[ηρεμώ]] [[τελείως]] («τα νερά της λίμνης κοιμούνται»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιμάται τον ύπνο του δικαίου» ή «κοιμάται τον αξύπνητο» — πέθανε, [[είναι]] [[νεκρός]]<br />β) «[[κοιμάμαι]] με τις κότες» — [[πηγαίνω]] πολύ [[νωρίς]] για ύπνο<br />γ) «κοιμάται κι η [[τύχη]] του δουλεύει» — κερδίζει [[χωρίς]] να κοπιάσει<br /><b>μσν.</b><br />«κοιμοῦμαι θάνατον» — [[πεθαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το παθ.) <i>κοιμῶμαι</i>. -<i>άομαι</i><br />α) [[φυλάγω]] [[φρουρά]] τη [[νύχτα]]<br />β) [[διανυκτερεύω]]<br />γ) [[ονειρεύομαι]]<br /><b>2.</b> (το ενεργ.) <i>κοιμῶ</i>, -<i>άω</i><br />α) [[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί, [[κοιμίζω]]<br />β) καταπραΐνω, [[κατευνάζω]], [[καθησυχάζω]] («κοίμησον δ' ὀδύνας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>οι κεκοιμημένοι</i><br />οι νεκροί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοίμησον [[στόμα]]» — σώπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[κοιμάω]] / -<i>ῶ</i> και <i>κοιμάομαι</i> / -<i>ῶμαι</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοῖμα</i> ή <i>κοῖμος</i> που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοιμ</i>- της ρίζας <i>κειμ</i>- του [[κεῖμαι]]. Ο νεοελλ. τ. [[κοιμάμαι]] σχηματίστηκε υποχωρητικά, αναλογικά [[προς]] το γ' εν. <i>κοιμᾶται</i> του <i>κοιμῶμαι</i>. Επίσης σχηματίστηκε τ. σε -<i>οῦμαι</i> (<i>κοιμοῦμαι</i>), η [[κλίση]] του οποίου περιορίστηκε στο α' εν. και, τοπικά, και στο α' πληθ. ([[πρβλ]]. σμυρναϊκό <i>κοιμούμαστε</i>) [[καθώς]] και στο γ' πληθ., το οποίο τελικά εντάχθηκε στην [[κλίση]] του <i>κοιμᾶμαι</i> (<i>κοιμοῦνται</i> συνηθέστερο του <i>κοιμῶνται</i>). Τέλος, [[μεταξύ]] τών συνθέτων του ρ., που σχηματίζονται [[επίσης]] σε -<i>ῶμαι</i>, -<i>ᾶμαι</i> και -<i>οῦμαι</i>, εμφανίζεται και [[ένας]] [[μοναδικός]] τ. σε -<i>ιέμαι</i>, το [[αποκοιμιέμαι]], σχηματισμένο [[κατά]] τον τύπο του <i>αγαπ</i>-<i>ιέμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοίμησις]], [[κοιμητήριον]] <b>αρχ.</b> [[κοιμήθρα]], [[κοίμημα]], [[κοιμητικώς]], [[κοιμήτωρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιμησιό]], [[κοιμητίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιμηθιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> α) -άμαι: <b>νεοελλ.</b> <i>αλαφροκοιμάμαι</i>, <i>αποκοιμάμαι</i>, <i>βαθιοκοιμάμαι</i>, <i>βαριοκοιμάμαι</i>, <i>γλυκοκοιμάμαι</i>, <i>ελαφροκοιμάμαι</i>, <i>κακοκοιμάμαι</i>, <i>καλοκοιμάμαι</i>, [[λαγοκοιμάμαι]], <i>μισοκοιμάμαι</i>, <i>ξανακοιμάμαι</i>, [[ξενοκοιμάμαι]], [[παρακοιμάμαι]], [[πολυκοιμάμαι]], <i>σιγοκοιμάμαι</i>, <i>χαμοκοιμάμαι</i>, <i>ψευτοκοιμάμαι</i><br />β) -ιέμαι: <b>νεοελλ.</b> [[αποκοιμιέμαι]]<br />γ) -ούμαι: <b>νεοελλ.</b> [[αλαφροκοιμούμαι]], <i>αποκοιμούμαι</i>, <i>βαθιοκοιμούμαι</i>, <i>βαριοκοιμούμαι</i>, [[γλυκοκοιμούμαι]], <i>κακοκοιμούμαι</i>, <i>καλοκοιμούμαι</i>, [[λαγοκοιμούμαι]], <i>μισοκοιμούμαι</i>, <i>ξανακοιμούμαι</i>, <i>ξενοκοιμούμαι</i>, <i>παρακοιμούμαι</i>, <i>πολυκοιμούμαι</i>, <i>σιγοκοιμούμαι</i>, <i>ψευτοκοιμούμαι</i><br />δ) -ώ: <b>αρχ.</b> [[κατακοιμώ]]<br />ε) -ώμαι: [[αποκοιμώμαι]], [[παρακοιμώμαι]], [[συγκοιμώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εγκατακοιμώμαι]], [[εγκοιμώμαι]], [[εκκοιμώμαι]], [[επικατακοιμώμαι]], [[επικοιμώμαι]], [[περικοιμώμαι]], [[προκοιμώμαι]]]. | ||
}} | }} |