3,274,216
edits
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κρίκος]])<br />[[κυκλικός]] [[δακτύλιος]], [[συνήθως]] [[μεταλλικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μηχάνημα]] [[γρύλλος]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[συγκεντρικός]] [[κυλινδρικός]] [[δακτύλιος]] από ξυλώδη ιστό του δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν [[κάθε]] χρόνο τα μακρόβια φυτά [[κατά]] την [[αύξηση]] του πάχους του κορμού τους<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κρίκοι</i><br />όργανο γυμναστικής που αποτελείται από δύο δακτυλίους αναρτημένους από [[οροφή]] ή από [[ικρίωμα]] με [[σχοινιά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μέσο]] που συνδέει άρρηκτα δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα, [[συνεκτικός]] [[δεσμός]], [[σύνδεσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρές οπές στα [[ιστία]] πλοίου από τις οποίες περνούσαν και σύρονταν τα [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> [[δακτύλιος]] για το [[κρέμασμα]] κουρτίνας, παραπετάσματος<br /><b>3.</b> [[δαχτυλίδι]] για το [[χέρι]] ή για τη [[μύτη]]<br /><b>4.</b> [[βραχιόλι]]<br /><b>5.</b> [[στεφάνη]]<br /><b>6.</b> [[αλυσιδωτός]] [[οπλισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρίκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>krik</i>-<i>os</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ki</i>-<i>rk</i>-<i>os</i>, που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>kr</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>ker</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]», με ενεστωτικό διπλασιασμό (<i>κι</i>-) και [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων της ρίζας (<i>kr</i>- > <i>rk</i>: <i>kirkos</i> > <i>kriko</i>-<i>s</i> ( | |mltxt=ο (AM [[κρίκος]])<br />[[κυκλικός]] [[δακτύλιος]], [[συνήθως]] [[μεταλλικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μηχάνημα]] [[γρύλλος]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[συγκεντρικός]] [[κυλινδρικός]] [[δακτύλιος]] από ξυλώδη ιστό του δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν [[κάθε]] χρόνο τα μακρόβια φυτά [[κατά]] την [[αύξηση]] του πάχους του κορμού τους<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κρίκοι</i><br />όργανο γυμναστικής που αποτελείται από δύο δακτυλίους αναρτημένους από [[οροφή]] ή από [[ικρίωμα]] με [[σχοινιά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μέσο]] που συνδέει άρρηκτα δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα, [[συνεκτικός]] [[δεσμός]], [[σύνδεσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρές οπές στα [[ιστία]] πλοίου από τις οποίες περνούσαν και σύρονταν τα [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> [[δακτύλιος]] για το [[κρέμασμα]] κουρτίνας, παραπετάσματος<br /><b>3.</b> [[δαχτυλίδι]] για το [[χέρι]] ή για τη [[μύτη]]<br /><b>4.</b> [[βραχιόλι]]<br /><b>5.</b> [[στεφάνη]]<br /><b>6.</b> [[αλυσιδωτός]] [[οπλισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρίκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>krik</i>-<i>os</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ki</i>-<i>rk</i>-<i>os</i>, που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>kr</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>ker</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]», με ενεστωτικό διπλασιασμό (<i>κι</i>-) και [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων της ρίζας (<i>kr</i>- > <i>rk</i>: <i>kirkos</i> > <i>kriko</i>-<i>s</i> ([[πρβλ]]. <i>τίτκω</i> > [[τίκτω]]). Τον τ. [[κίρκος]] (<b>βλ.</b> [[κίρκος]] (ΙΙ) δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>circus</i> «[[κύκλος]], [[ιππόδρομος]]» — με τη σημ. αυτή η λ. απαντά στην ελλ. ως αντιδάνεια (<b>βλ.</b> [[κίρκος]] III και λ. [[τσίρκο]]). Τους λατ. τ. <i>circus</i>, <i>circulus</i> δανείστηκαν, [[τέλος]], ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>cirque</i>, <i>cercle</i>- αγγλ. <i>circle</i>, <i>circuit</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρίκα]], [[κρικούμαι]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[κρικίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρικηλασία]], [[κρικοειδής]] <b>αρχ.</b> [[κρικοποιούμαι]] <b>νεοελλ.</b> [[κρικόδεσμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |