κροιός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροιός]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[κολοβός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νοσώδης]], [[ἀσθενής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>kreivas</i>, <i>kraivas</i> «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κριός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με τον τ. [[κεραΐζω]] «[[φονεύω]]» ή, κατ' άλλους, με τη λ. [[κρούω]], [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «συντετριμμένος»].
|mltxt=[[κροιός]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[κολοβός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νοσώδης]], [[ἀσθενής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>kreivas</i>, <i>kraivas</i> «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]» ([[πρβλ]]. [[κριός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με τον τ. [[κεραΐζω]] «[[φονεύω]]» ή, κατ' άλλους, με τη λ. [[κρούω]], [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «συντετριμμένος»].
}}
}}
{{etym
{{etym