3,277,121
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαιδρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θρασύς]], [[αναιδής]], αναίσχυντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το -<i>αι</i>- του θ. ( | |mltxt=[[λαιδρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θρασύς]], [[αναιδής]], αναίσχυντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το -<i>αι</i>- του θ. ([[πρβλ]]. [[λαιός]], [[σκαιός]]) και το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[αισχρός]], [[φαιδρός]]). Η λ. συνδέεται πιθ. με μεσσαπικά - ιλλυρικά ανθρωπωνύμια <i>Ledrus</i>, <i>Laidius</i>, <i>Σκερδι</i>-<i>λαΐδας</i>, [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>pa</i>-<i>laidas</i> «[[χαλαρός]], [[ελεύθερος]]», <i>pa</i>-<i>laida</i> και <i>leidžiu</i> «[[λύνω]], [[αφήνω]]». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το [[λαιμός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |