λειψός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[λειψός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[έλλειψη]], [[ελλιπής]], [[λιγοστός]], μη [[πλήρης]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ατελής]] στο [[σώμα]] ή στο [[πνεύμα]], σωματικά ή διανοητικά [[ανάπηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>2.</b> [[ατελής]] («μού 'κανες λειψή δουλειά»)<br /><b>3.</b> (για άρτο) [[λειψανάβατος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λειψό [[φεγγάρι]]» — η [[σελήνη]] όταν δεν βρίσκεται σε πανσέληνο, [[αλλά]] στο πρώτο ή στο τελευταίο [[τέταρτο]], στην πρώτη ή στην τελευταία [[φάση]] της<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λείπει<br /><b>2.</b> στερημένος, [[ανικανοποίητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λειψά</i><br />[[χωρίς]] [[πληρότητα]], ελλιπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λειψός]] δημιουργήθηκε υποχωρητ. κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. του τύπου [[λειψίφωτος]], [[λειψόθριξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἁψύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἁψίθυμος]])].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[λειψός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[έλλειψη]], [[ελλιπής]], [[λιγοστός]], μη [[πλήρης]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ατελής]] στο [[σώμα]] ή στο [[πνεύμα]], σωματικά ή διανοητικά [[ανάπηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>2.</b> [[ατελής]] («μού 'κανες λειψή δουλειά»)<br /><b>3.</b> (για άρτο) [[λειψανάβατος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λειψό [[φεγγάρι]]» — η [[σελήνη]] όταν δεν βρίσκεται σε πανσέληνο, [[αλλά]] στο πρώτο ή στο τελευταίο [[τέταρτο]], στην πρώτη ή στην τελευταία [[φάση]] της<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λείπει<br /><b>2.</b> στερημένος, [[ανικανοποίητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λειψά</i><br />[[χωρίς]] [[πληρότητα]], ελλιπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λειψός]] δημιουργήθηκε υποχωρητ. κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. του τύπου [[λειψίφωτος]], [[λειψόθριξ]] ([[πρβλ]]. <i>ἁψύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἁψίθυμος]])].
}}
}}