3,273,405
edits
(CSV import) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (Μ [[λόγια]])<br /><b>1.</b> λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «με δυο [[λόγια]]» ή «με [[λίγα]] [[λόγια]]» — [[κοντολογίς]]<br />β) «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μάταια]] [[προσπαθώ]] να πείσω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κακά]] [[λόγια]]» — αισχρολογίες, βωμολοχίες<br />β) «καλά [[λόγια]]» — επαινετικοί λόγοι<br />γ) «μεγάλα [[λόγια]]» ή «παχιά [[λόγια]]» — πομπώδεις εκφράσεις που δεν ανταποκρίνονται στην [[πραγματικότητα]], μεγαλοστομίες<br />δ) «[[μπερδεύω]] τα [[λόγια]] μου» ή «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μπερδεύω]] τις λέξεις, [[παθαίνω]] γλωσσοδέτη<br />ε) «με άλλα [[λόγια]]» — [[δηλαδή]]<br />στ) «άλλα [[λόγια]]» — ας αλλάξουμε [[θέμα]] συζήτησης<br />ζ) «[[λόγια]] μετρημένα» — λίγες και συνετές κουβέντες<br />η) «[[λόγια]] του αέρα» ή «[[λόγια]] της καραβάνας»<br />i) ανοησίες, αερολογίες, φληναφήματα<br />ii) υποσχέσεις που δεν τηρούνται<br />θ) «[[λόγια]] τώ(ν) λογιώ(ν)» — κουβέντες ασήμαντες, [[φλυαρία]] [[χωρίς]] [[νόημα]]<br />ι) «[[είμαι]] όλο [[λόγια]]» — [[υπόσχομαι]] [[πολλά]] και δεν [[κάνω]] [[τίποτε]]<br />ια) «[[είμαι]] μόνο [[λόγια]]» — [[παρουσιάζομαι]] ως [[τολμηρός]], [[χωρίς]] να το [[αποδεικνύω]] έμπρακτα<br />ιβ) «[[μασώ]] τα [[λόγια]] μου» — [[αποφεύγω]] να μιλήσω για [[κάτι]], δεν [[υπόσχομαι]], δεν [[μιλώ]] ξεκάθαρα<br />ιγ) «[[παίρνω]] [[λόγια]]» — [[αποσπώ]] [[μυστικά]] από κάποιον<br />ιδ) «με δικά μου [[λόγια]]» — χρησιμοποιώντας δικές μου εκφράσεις<br />ιε) «δεν [[παίρνω]] από [[λόγια]]»<br />i) δεν πείθομαι<br />ii) δεν συμμορφώνομαι, δεν [[υπακούω]]<br />ιστ) «[[βάζω]] [[λόγια]]» — [[διαδίδω]] συκοφαντίες για να προκαλέσω έχθρες<br />ιζ) «ήλθαμε σε (δύο) [[λόγια]]» — φιλονικήσαμε, λογομαχήσαμε<br />ιη) «[[λόγια]] του κόσμου» — αβάσιμες φήμες, [[συνήθως]] δυσφημιστικές<br />ιθ) «δεν μού αρέσουν τα [[λόγια]]» — [[αποφεύγω]] τις αντεγκλήσεις ή τα κουτσομπολιά ή τις δυσφημήσεις<br />κ) «από τα [[λόγια]] ήλθαν στα χέρια» — [[πρώτα]] λογομάχησαν και [[κατόπιν]] συνεπλάκησαν<br />κα) «κρύβε [[λόγια]]» — μην αποκαλύπτεις στους άλλους τα [[μυστικά]] σου<br />κβ) «τέτοια ώρα, τέτοια [[λόγια]]» — [[είναι]] [[ακατάλληλος]] ο [[χρόνος]] για πολλές κουβέντες<br />κγ) «άλλα [[λόγια]] ν' αγαπιόμαστε» — αποφεύγεις τη [[συζήτηση]] αλλάζοντας [[θέμα]]<br />κδ) «δεν έχω [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» ή «δεν [[βρίσκω]] [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» — [[νιώθω]] [[μεγάλη]] [[ευγνωμοσύνη]] για αυτό που μού έκανες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[χίλια]] [[λόγια]] ένα άσπρο» — η [[φλυαρία]] [[είναι]] μάταιη, δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br />β) «τα [[πολλά]] [[λόγια]] [[είναι]] [[φτώχεια]]» — λέγεται για φλύαρο που μιλάει [[συνεχώς]], [[αλλά]] όχι επί της ουσίας<br />γ) «με τα [[λόγια]] [[κτίζω]] ανώγια και κατώγια» — [[είναι]] εύκολο να λέω επιπόλαια [[κάτι]], [[αλλά]] δύσκολο να το πραγματοποιήσω<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δέκα]] [[λόγια]]» — οι [[δέκα]] εντολές<br />β) «μέ [[λόγια]]» — θεωρητικά, υποθετικά<br />γ) «[[μπαίνω]] εἰς [[λόγια]]»<br />i) [[διχογνωμώ]], [[φιλονικώ]]<br />ii) [[μιλώ]], [[συζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ξεκίνησε ως [[πληθυντικός]] του <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, πιθ. από φράσεις όπως «[[λόγια]] Κυρίου» ή «[[λόγια]] Θεού», που από τη [[σημασία]] «ρητά» (<b>βλ. λ.</b> [[λόγιον]]) έφθασαν να σημαίνουν [[απλώς]] «λόγοι». Βαθμηδόν εξελίχθηκε ως ένα [[είδος]] λέξης «μόνο [[κατά]] πληθυντικό» (pluralia tantum), που χρησιμεύει ως β', [[παράλληλος]] [[τύπος]] πληθυντικού του [[λόγος]], [[ήτοι]] [[λόγος]] —λόγοι</i> / [[λόγια]] ( | |mltxt=τα (Μ [[λόγια]])<br /><b>1.</b> λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «με δυο [[λόγια]]» ή «με [[λίγα]] [[λόγια]]» — [[κοντολογίς]]<br />β) «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μάταια]] [[προσπαθώ]] να πείσω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κακά]] [[λόγια]]» — αισχρολογίες, βωμολοχίες<br />β) «καλά [[λόγια]]» — επαινετικοί λόγοι<br />γ) «μεγάλα [[λόγια]]» ή «παχιά [[λόγια]]» — πομπώδεις εκφράσεις που δεν ανταποκρίνονται στην [[πραγματικότητα]], μεγαλοστομίες<br />δ) «[[μπερδεύω]] τα [[λόγια]] μου» ή «[[χάνω]] τα [[λόγια]] μου» — [[μπερδεύω]] τις λέξεις, [[παθαίνω]] γλωσσοδέτη<br />ε) «με άλλα [[λόγια]]» — [[δηλαδή]]<br />στ) «άλλα [[λόγια]]» — ας αλλάξουμε [[θέμα]] συζήτησης<br />ζ) «[[λόγια]] μετρημένα» — λίγες και συνετές κουβέντες<br />η) «[[λόγια]] του αέρα» ή «[[λόγια]] της καραβάνας»<br />i) ανοησίες, αερολογίες, φληναφήματα<br />ii) υποσχέσεις που δεν τηρούνται<br />θ) «[[λόγια]] τώ(ν) λογιώ(ν)» — κουβέντες ασήμαντες, [[φλυαρία]] [[χωρίς]] [[νόημα]]<br />ι) «[[είμαι]] όλο [[λόγια]]» — [[υπόσχομαι]] [[πολλά]] και δεν [[κάνω]] [[τίποτε]]<br />ια) «[[είμαι]] μόνο [[λόγια]]» — [[παρουσιάζομαι]] ως [[τολμηρός]], [[χωρίς]] να το [[αποδεικνύω]] έμπρακτα<br />ιβ) «[[μασώ]] τα [[λόγια]] μου» — [[αποφεύγω]] να μιλήσω για [[κάτι]], δεν [[υπόσχομαι]], δεν [[μιλώ]] ξεκάθαρα<br />ιγ) «[[παίρνω]] [[λόγια]]» — [[αποσπώ]] [[μυστικά]] από κάποιον<br />ιδ) «με δικά μου [[λόγια]]» — χρησιμοποιώντας δικές μου εκφράσεις<br />ιε) «δεν [[παίρνω]] από [[λόγια]]»<br />i) δεν πείθομαι<br />ii) δεν συμμορφώνομαι, δεν [[υπακούω]]<br />ιστ) «[[βάζω]] [[λόγια]]» — [[διαδίδω]] συκοφαντίες για να προκαλέσω έχθρες<br />ιζ) «ήλθαμε σε (δύο) [[λόγια]]» — φιλονικήσαμε, λογομαχήσαμε<br />ιη) «[[λόγια]] του κόσμου» — αβάσιμες φήμες, [[συνήθως]] δυσφημιστικές<br />ιθ) «δεν μού αρέσουν τα [[λόγια]]» — [[αποφεύγω]] τις αντεγκλήσεις ή τα κουτσομπολιά ή τις δυσφημήσεις<br />κ) «από τα [[λόγια]] ήλθαν στα χέρια» — [[πρώτα]] λογομάχησαν και [[κατόπιν]] συνεπλάκησαν<br />κα) «κρύβε [[λόγια]]» — μην αποκαλύπτεις στους άλλους τα [[μυστικά]] σου<br />κβ) «τέτοια ώρα, τέτοια [[λόγια]]» — [[είναι]] [[ακατάλληλος]] ο [[χρόνος]] για πολλές κουβέντες<br />κγ) «άλλα [[λόγια]] ν' αγαπιόμαστε» — αποφεύγεις τη [[συζήτηση]] αλλάζοντας [[θέμα]]<br />κδ) «δεν έχω [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» ή «δεν [[βρίσκω]] [[λόγια]] να σ' ευχαριστήσω» — [[νιώθω]] [[μεγάλη]] [[ευγνωμοσύνη]] για αυτό που μού έκανες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[χίλια]] [[λόγια]] ένα άσπρο» — η [[φλυαρία]] [[είναι]] μάταιη, δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]]<br />β) «τα [[πολλά]] [[λόγια]] [[είναι]] [[φτώχεια]]» — λέγεται για φλύαρο που μιλάει [[συνεχώς]], [[αλλά]] όχι επί της ουσίας<br />γ) «με τα [[λόγια]] [[κτίζω]] ανώγια και κατώγια» — [[είναι]] εύκολο να λέω επιπόλαια [[κάτι]], [[αλλά]] δύσκολο να το πραγματοποιήσω<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δέκα]] [[λόγια]]» — οι [[δέκα]] εντολές<br />β) «μέ [[λόγια]]» — θεωρητικά, υποθετικά<br />γ) «[[μπαίνω]] εἰς [[λόγια]]»<br />i) [[διχογνωμώ]], [[φιλονικώ]]<br />ii) [[μιλώ]], [[συζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ξεκίνησε ως [[πληθυντικός]] του <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, πιθ. από φράσεις όπως «[[λόγια]] Κυρίου» ή «[[λόγια]] Θεού», που από τη [[σημασία]] «ρητά» (<b>βλ. λ.</b> [[λόγιον]]) έφθασαν να σημαίνουν [[απλώς]] «λόγοι». Βαθμηδόν εξελίχθηκε ως ένα [[είδος]] λέξης «μόνο [[κατά]] πληθυντικό» (pluralia tantum), που χρησιμεύει ως β', [[παράλληλος]] [[τύπος]] πληθυντικού του [[λόγος]], [[ήτοι]] [[λόγος]] —λόγοι</i> / [[λόγια]] ([[πρβλ]]. και [[βράχος]] - <i>βράχοι</i> / <i>βράχια</i>, [[χρόνος]] - <i>χρόνοι</i> / [[χρόνια]] <b>κ.λπ.</b>). Τέτοια ουσιαστικά χαρακτηρίζονται ως «διπλότυπα»]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[prophesy]], [[message from heaven]], [[something predicted]] | |woodrun=[[prophesy]], [[message from heaven]], [[something predicted]] | ||
}} | }} |