3,277,002
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />(ΑM [[μεσημβρινός]], -ή, -όν, Α δωρ. τ. [[μεσαμβρινός]], και ποιητ. τ. [[μεσημερινός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>, θηλ. και [[μεσημβριάς]], Μ και [[μεσημβριανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μεσημβρία]] ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[μεσημβρία]], ο [[μεσημεριάτικος]], ο [[μεσημεριανός]] (α. «[[εὖτε]] [[πόντος]] ἐν μεσημβριναῑς κοίταις... εὕδοι πεσών», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[μεσημβρινός]] ύπνος»)<br /><b>2.</b> α) αυτός που [[είναι]] στραμμένος [[προς]] τη [[μεσημβρία]], αυτός που βρίσκεται [[προς]] ή στον Νότο, ο [[νότιος]] (α. «ἐς μεσημβρινὴν βῆναι κέλευθον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[παράθυρο]] μεσημβρινό»)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί ή ανήκει στις νότιες περιοχές της Γης (α. «ἀπὸ τῶν μεσημβρινῶν Ἰνδῶν», <b>Στράβ.</b><br />β. «οι μεσημβρινοί λαοί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μεσημβρινός]]<br />(αστρον.-γεωγρ.-μαθημ.) η [[τομή]] την οποία σχηματίζει σε μια [[επιφάνεια]] εκ περιστροφής ένα επίπεδο που διέρχεται από τον άξονα της («[[ουράνιος]] [[μεσημβρινός]]» — ο [[ήμισυς]] [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από το [[ζενίθ]] ενός τόπου και φτάνει [[μέχρι]] τους πόλους)<br /><b>2.</b> <b>γεωγρ.</b> νοητή [[συνεχής]] [[γραμμή]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] της Γης η οποία έχει [[διεύθυνση]] Βορρά-Νότου και συνδέει τους δύο γεωγραφικούς πόλους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεσημβρινή</i><br />η [[τομή]] του μεσημβρινού επιπέδου με το επίπεδο του ορίζοντα σε έναν ορισμένο [[τόπο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μεσημβρινό επίπεδο τόπου» — το κάθετο επίπεδο που διέρχεται από έναν [[τόπο]] και από το [[κέντρο]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[στιγμή]] της αληθούς [[μεσημβρίας]])<br />β) «μεσημβρινό [[τηλεσκόπιο]]» — αστρονομικό όργανο χρήσιμο για την [[παρατήρηση]] τών αστέρων [[κατά]] [[απόκλιση]] και ορθή [[αναφορά]], τη [[στιγμή]] που διέρχονται από τον μεσημβρινό ενός τόπου<br />γ) «[[μεσημβρινός]] ουράνιου σώματος» — η [[τομή]] της επιφάνειας ενός περιστρεφόμενου ουράνιου σώματος με ένα ημιεπίπεδο που περιλαμβάνει και έχει ως [[αρχή]] τον άξονα περιστροφής<br />δ) «[[μαγνητικός]] [[μεσημβρινός]]» — ο [[μέγιστος]] [[κύκλος]] που διέρχεται από ένα [[σημείο]] της γήινης επιφάνειας και από τους μαγνητικούς πόλους της Γης<br />ε) «[[πρώτος]] [[μεσημβρινός]]» — ο [[μεσημβρινός]] σε [[σχέση]] με τον οποίο υπολογίζονται οι μοίρες γεωγραφικού μήκους<br />στ) «[[μεσημβρινός]] του Γκρήνουιτς» — νοητή [[γραμμή]] η οποία χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του γεωγραφικού μήκους τών 0° και που διέρχεται από το Γκρήνουιτς, έναν από τους δήμους του Λονδίνου<br /><b>μσν.</b><br />οι [[δαίμονας]] του μεσημεριού<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεσημβρινόν</i> ή <i>μεσαμβρινόν</i><br />[[κατά]] τη [[μεσημβρία]], το [[μεσημέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεσημβρία]]. Ο τ. <i>μεσημβρ</i>-<i>ιανός</i> με κατάλ. -<i>ιανός</i> ( | |mltxt=-ή, -ό<br />(ΑM [[μεσημβρινός]], -ή, -όν, Α δωρ. τ. [[μεσαμβρινός]], και ποιητ. τ. [[μεσημερινός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>, θηλ. και [[μεσημβριάς]], Μ και [[μεσημβριανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μεσημβρία]] ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[μεσημβρία]], ο [[μεσημεριάτικος]], ο [[μεσημεριανός]] (α. «[[εὖτε]] [[πόντος]] ἐν μεσημβριναῑς κοίταις... εὕδοι πεσών», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[μεσημβρινός]] ύπνος»)<br /><b>2.</b> α) αυτός που [[είναι]] στραμμένος [[προς]] τη [[μεσημβρία]], αυτός που βρίσκεται [[προς]] ή στον Νότο, ο [[νότιος]] (α. «ἐς μεσημβρινὴν βῆναι κέλευθον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[παράθυρο]] μεσημβρινό»)<br /><b>3.</b> αυτός που κατοικεί ή ανήκει στις νότιες περιοχές της Γης (α. «ἀπὸ τῶν μεσημβρινῶν Ἰνδῶν», <b>Στράβ.</b><br />β. «οι μεσημβρινοί λαοί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μεσημβρινός]]<br />(αστρον.-γεωγρ.-μαθημ.) η [[τομή]] την οποία σχηματίζει σε μια [[επιφάνεια]] εκ περιστροφής ένα επίπεδο που διέρχεται από τον άξονα της («[[ουράνιος]] [[μεσημβρινός]]» — ο [[ήμισυς]] [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από το [[ζενίθ]] ενός τόπου και φτάνει [[μέχρι]] τους πόλους)<br /><b>2.</b> <b>γεωγρ.</b> νοητή [[συνεχής]] [[γραμμή]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] της Γης η οποία έχει [[διεύθυνση]] Βορρά-Νότου και συνδέει τους δύο γεωγραφικούς πόλους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεσημβρινή</i><br />η [[τομή]] του μεσημβρινού επιπέδου με το επίπεδο του ορίζοντα σε έναν ορισμένο [[τόπο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μεσημβρινό επίπεδο τόπου» — το κάθετο επίπεδο που διέρχεται από έναν [[τόπο]] και από το [[κέντρο]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[στιγμή]] της αληθούς [[μεσημβρίας]])<br />β) «μεσημβρινό [[τηλεσκόπιο]]» — αστρονομικό όργανο χρήσιμο για την [[παρατήρηση]] τών αστέρων [[κατά]] [[απόκλιση]] και ορθή [[αναφορά]], τη [[στιγμή]] που διέρχονται από τον μεσημβρινό ενός τόπου<br />γ) «[[μεσημβρινός]] ουράνιου σώματος» — η [[τομή]] της επιφάνειας ενός περιστρεφόμενου ουράνιου σώματος με ένα ημιεπίπεδο που περιλαμβάνει και έχει ως [[αρχή]] τον άξονα περιστροφής<br />δ) «[[μαγνητικός]] [[μεσημβρινός]]» — ο [[μέγιστος]] [[κύκλος]] που διέρχεται από ένα [[σημείο]] της γήινης επιφάνειας και από τους μαγνητικούς πόλους της Γης<br />ε) «[[πρώτος]] [[μεσημβρινός]]» — ο [[μεσημβρινός]] σε [[σχέση]] με τον οποίο υπολογίζονται οι μοίρες γεωγραφικού μήκους<br />στ) «[[μεσημβρινός]] του Γκρήνουιτς» — νοητή [[γραμμή]] η οποία χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του γεωγραφικού μήκους τών 0° και που διέρχεται από το Γκρήνουιτς, έναν από τους δήμους του Λονδίνου<br /><b>μσν.</b><br />οι [[δαίμονας]] του μεσημεριού<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεσημβρινόν</i> ή <i>μεσαμβρινόν</i><br />[[κατά]] τη [[μεσημβρία]], το [[μεσημέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεσημβρία]]. Ο τ. <i>μεσημβρ</i>-<i>ιανός</i> με κατάλ. -<i>ιανός</i> ([[πρβλ]]. <i>αυρ</i>-<i>ιανός</i>), <i>ο</i> τ. [[μεσημβρίας]] <span style="color: red;"><</span> [[μεσημβρία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, ενώ ο τ. [[μεσημερινός]] <span style="color: red;"><</span> [[μεσημέρι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |