μελάμπυγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάμπυγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως [[σημείο]] σωματικής δύναμης και ανδρείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[μελάμπυγος]]<br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῑς ἅπασιν» — [[πραγματικός]] Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] άγριου και ορμητικού αετού<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από [[σένα]] και τά πληρώσεις όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>)].
|mltxt=[[μελάμπυγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως [[σημείο]] σωματικής δύναμης και ανδρείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[μελάμπυγος]]<br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῑς ἅπασιν» — [[πραγματικός]] Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] άγριου και ορμητικού αετού<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από [[σένα]] και τά πληρώσεις όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» ([[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελάμπῡγος:'''<br /><b class="num">1)</b> чернозадый (эпитет Геракла) Luc.;<br /><b class="num">2)</b> храбрый, нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.).
|elrutext='''μελάμπῡγος:'''<br /><b class="num">1)</b> чернозадый (эпитет Геракла) Luc.;<br /><b class="num">2)</b> храбрый, нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.).
}}
}}