3,254,017
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ψῆττα]], ΝΑ, και [[ψῆσσα]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καλκάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με υβριστική ή ειρων. σημ.) [[ανόητος]], [[ηλίθιος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψῆττα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψήχ</i>-<i>jα</i>), [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ψηχ</i>- του [[ψήχω]] «[[τρίβω]], [[ξυστρίζω]]», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού ( | |mltxt=η / [[ψῆττα]], ΝΑ, και [[ψῆσσα]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καλκάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με υβριστική ή ειρων. σημ.) [[ανόητος]], [[ηλίθιος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψῆττα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψήχ</i>-<i>jα</i>), [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ψηχ</i>- του [[ψήχω]] «[[τρίβω]], [[ξυστρίζω]]», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>limande</i> «[[ψήττα]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lima</i> «[[ρίνη]]»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>ps</i><i>ē</i><i>tta</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |