ἀτενής: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀτενής]], -ές)<br />Ι. (για το [[βλέμμα]]) ο προσηλωμένος σ' ένα [[σημείο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ατενώς</i><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]], [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[εκτεταμένος]], [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευθύς]]<br /><b>4.</b> (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) [[ειλικρινής]], [[τίμιος]]<br /><b>5.</b> [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀτενές</i><br />υπερβολικά<br />II. <b>επίρρ.</b> <b>φρ.</b> «ἀτενῶς ἔχω [[πρός]] τι» — [[είμαι]] επίμονα [[αντίθετος]] σε [[κάτι]], [[απεχθάνομαι]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική [[ψίλωση]]) <span style="color: red;">+</span> (ένσιγμο [[θέμα]]) <i>τένος</i> «[[τέντωμα]], [[ένταση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>tenus</i> «[[βρόχος]]», απ' όπου επίρρ. <i>tenus</i> «[[μέχρι]], έως», αρχ. ινδ. <i>tanas</i> «[[καταγωγή]], απόγονοι», ρ. [[τείνω]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το <i>α</i>- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του προρρηματικού <i>εν</i>-. Η λ. [[ατενής]] σημαίνει αρχικά «[[τεντωμένος]], [[τεταμένος]]», μ' αυτή δε την [[έννοια]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό [[βλέμμα]] (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή [[σημασία]] της λ. ανάγονται οι [[περαιτέρω]] χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «[[δριμύς]], [[υπερβολικός]]» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «[[τεταμένος]], [[θετικός]], [[ειλικρινής]]» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. [[ατενής]] για να δηλώσει «τον επίμονο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατενίζω]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἀτενής]], -ές)<br />Ι. (για το [[βλέμμα]]) ο προσηλωμένος σ' ένα [[σημείο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ατενώς</i><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]], [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[εκτεταμένος]], [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευθύς]]<br /><b>4.</b> (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) [[ειλικρινής]], [[τίμιος]]<br /><b>5.</b> [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀτενές</i><br />υπερβολικά<br />II. <b>επίρρ.</b> <b>φρ.</b> «ἀτενῶς ἔχω [[πρός]] τι» — [[είμαι]] επίμονα [[αντίθετος]] σε [[κάτι]], [[απεχθάνομαι]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική [[ψίλωση]]) <span style="color: red;">+</span> (ένσιγμο [[θέμα]]) <i>τένος</i> «[[τέντωμα]], [[ένταση]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>tenus</i> «[[βρόχος]]», απ' όπου επίρρ. <i>tenus</i> «[[μέχρι]], έως», αρχ. ινδ. <i>tanas</i> «[[καταγωγή]], απόγονοι», ρ. [[τείνω]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το <i>α</i>- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του προρρηματικού <i>εν</i>-. Η λ. [[ατενής]] σημαίνει αρχικά «[[τεντωμένος]], [[τεταμένος]]», μ' αυτή δε την [[έννοια]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό [[βλέμμα]] (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή [[σημασία]] της λ. ανάγονται οι [[περαιτέρω]] χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «[[δριμύς]], [[υπερβολικός]]» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «[[τεταμένος]], [[θετικός]], [[ειλικρινής]]» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. [[ατενής]] για να δηλώσει «τον επίμονο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατενίζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm