ἀσβόλη: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀσβόλη]], η<br />Α και [[ἄσβολος]], η, ο)<br />η [[καπνιά]], η μαύρη [[σκόνη]] που κάθεται [[πάνω]] στους τοίχους από καπνό φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[συμφορά]], η [[δυστυχία]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[μαύρισμα]], το [[μουτζούρωμα]] με [[καπνιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ψιλή]] [[σκόνη]] από τα κάρβουνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι αβέβαιης ετυμολογίας, για την [[ερμηνεία]] των οποίων έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Το αρχικό [[μόρφημα]] της λ. (<i>ασ</i>-) δυνατόν σε ΙΕ. [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[καίω]], φλέγομαι [[ξηραίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ara</i> «[[βωμός]]», <i>ā</i><i>re</i><i>ō</i> «[[είμαι]] [[ξηρός]]», αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sa</i>- «[[στάχτη]]») ή σε [[ρίζα]] <i>azd</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άζω</i> Ι) ή [[τέλος]] σε [[ρίζα]] <i>azg</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) (<b>[[πρβλ]].</b> αρμ. <i>ačiwn</i> «[[στάχτη]]», αρχ. άνω γερμ. <i>asca</i>, γερμ. <i>Asche</i> «[[στάχτη]]»). Δυσχέρειες παρουσιάζει εξάλλου η μορφολογική [[ανάλυση]] του [[άσβολος]] (συνηθέστερου αττ. τ. του [[ασβόλη]]), και συγκεκριμένα του β' συνθετικού -<i>βολος</i>, η [[προφανής]] [[συγγένεια]] του οποίου με το [[βάλλω]] δυνατόν να [[είναι]] τυχαία ή να οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασβολώνω]] (AM -<i>ώ</i>, -<i>όω</i>), [[ασβολώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ασβολερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ασβολοποιός]]].
|mltxt=η (AM [[ἀσβόλη]], η<br />Α και [[ἄσβολος]], η, ο)<br />η [[καπνιά]], η μαύρη [[σκόνη]] που κάθεται [[πάνω]] στους τοίχους από καπνό φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[συμφορά]], η [[δυστυχία]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[μαύρισμα]], το [[μουτζούρωμα]] με [[καπνιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ψιλή]] [[σκόνη]] από τα κάρβουνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύποι αβέβαιης ετυμολογίας, για την [[ερμηνεία]] των οποίων έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Το αρχικό [[μόρφημα]] της λ. (<i>ασ</i>-) δυνατόν σε ΙΕ. [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[καίω]], φλέγομαι [[ξηραίνω]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>ara</i> «[[βωμός]]», <i>ā</i><i>re</i><i>ō</i> «[[είμαι]] [[ξηρός]]», αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>sa</i>- «[[στάχτη]]») ή σε [[ρίζα]] <i>azd</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) ([[πρβλ]]. <i>άζω</i> Ι) ή [[τέλος]] σε [[ρίζα]] <i>azg</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>as</i>-) ([[πρβλ]]. αρμ. <i>ačiwn</i> «[[στάχτη]]», αρχ. άνω γερμ. <i>asca</i>, γερμ. <i>Asche</i> «[[στάχτη]]»). Δυσχέρειες παρουσιάζει εξάλλου η μορφολογική [[ανάλυση]] του [[άσβολος]] (συνηθέστερου αττ. τ. του [[ασβόλη]]), και συγκεκριμένα του β' συνθετικού -<i>βολος</i>, η [[προφανής]] [[συγγένεια]] του οποίου με το [[βάλλω]] δυνατόν να [[είναι]] τυχαία ή να οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασβολώνω]] (AM -<i>ώ</i>, -<i>όω</i>), [[ασβολώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ασβολερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ασβολοποιός]]].
}}
}}