ἀλέα: Difference between revisions

7 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].<br /><b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] ([[πρβλ]]. λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].<br /><b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm