3,258,463
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη ( | |mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη ([[πρβλ]]. [[άραβος]]). Ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>δος</i>, οι οποίες [[είναι]] τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία [[κατηγορία]] τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο ([[πρβλ]]. <i>όμαδος</i>, [[ροίβδος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |