ἄραδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη (<b>[[πρβλ]].</b> [[άραβος]]). Ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>δος</i>, οι οποίες [[είναι]] τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία [[κατηγορία]] τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμαδος</i>, [[ροίβδος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη ([[πρβλ]]. [[άραβος]]). Ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>δος</i>, οι οποίες [[είναι]] τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία [[κατηγορία]] τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο ([[πρβλ]]. <i>όμαδος</i>, [[ροίβδος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{etym
{{etym