ἀρτέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτέομαι]] (Α)<br />ετοιμάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[αρτέομαι]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» του ρ. [[αραρίσκω]], παρεκτεταμένη με ένα -<i>τ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρτι]]). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του [[άρτι]] δεν ευσταθεί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[άρτησις]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αναρτέομαι</i>, [[παραρτέομαι]].
|mltxt=[[ἀρτέομαι]] (Α)<br />ετοιμάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[αρτέομαι]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» του ρ. [[αραρίσκω]], παρεκτεταμένη με ένα -<i>τ</i>- ([[πρβλ]]. [[άρτι]]). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του [[άρτι]] δεν ευσταθεί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[άρτησις]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αναρτέομαι</i>, [[παραρτέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm