3,277,048
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐρέτης]])<br />[[κωπηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον πληθ. μετωνυμικώς) <i>oἱ ἐρέται</i><br />τα [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ερέτης]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>er∂</i>- «[[κωπηλατώ]], [[κωπηλάτης]]» και [[πιθανώς]] προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο [[ρήμα]] που αντικαταστάθηκε από το [[ερέσσω]], ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. <i>iriu</i>, <i>irti</i>, στο αρχ. ιρλ. <i>imb</i>-<i>r</i><i>ā</i> και με θ. <i>r</i><i>ō</i>- στο αρχ. ισλ. <i>r</i><i>ō</i><i>a</i>. Προς το αρχ. ινδ. <i>ari</i>-<i>tar</i> αντιστοιχεί τ. <i>ερετήρ</i>, από τον οποίο προήλθε το [[τοπωνύμιο]] <i>Ερέτρια</i> «η [[κωπηλάτις]]». Ο τ. [[ερέτης]] απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις <i>υπ</i>-<i>ηρέτης</i> —όπου το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»— και [[αυτερέτης]], ενώ η [[ρίζα]] του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ορος</i> ή -<i>ερος</i> και -<i>ηρης</i> (το τελευταίο [[είναι]] [[επίσης]] [[προϊόν]] της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως [[προς]] τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐρέτης]])<br />[[κωπηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον πληθ. μετωνυμικώς) <i>oἱ ἐρέται</i><br />τα [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ερέτης]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>er∂</i>- «[[κωπηλατώ]], [[κωπηλάτης]]» και [[πιθανώς]] προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο [[ρήμα]] που αντικαταστάθηκε από το [[ερέσσω]], ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. <i>iriu</i>, <i>irti</i>, στο αρχ. ιρλ. <i>imb</i>-<i>r</i><i>ā</i> και με θ. <i>r</i><i>ō</i>- στο αρχ. ισλ. <i>r</i><i>ō</i><i>a</i>. Προς το αρχ. ινδ. <i>ari</i>-<i>tar</i> αντιστοιχεί τ. <i>ερετήρ</i>, από τον οποίο προήλθε το [[τοπωνύμιο]] <i>Ερέτρια</i> «η [[κωπηλάτις]]». Ο τ. [[ερέτης]] απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις <i>υπ</i>-<i>ηρέτης</i> —όπου το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»— και [[αυτερέτης]], ενώ η [[ρίζα]] του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ορος</i> ή -<i>ερος</i> και -<i>ηρης</i> (το τελευταίο [[είναι]] [[επίσης]] [[προϊόν]] της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως [[προς]] τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους ([[πρβλ]]. [[εικόσορος]], [[πεντηκόντορος]], [[τριακόντερος]], <i>αλι</i>-[[ήρης]], <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τετρ</i>-[[ήρης]]). Τέλος, από τον τ. [[ερέτης]] προέρχεται το μετονοματικό ρ. [[ερέσσω]] που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται [[αντί]] γι’ αυτό το ρ. [[ελαύνω]]]. | ||
}} | }} |