εὐήκοος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήκοος]], -ον<br />Α και [[εὐάκοος]], -ον)<br />αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με [[προσοχή]] και ευμενή [[διάθεση]] («εὐήκοον οὖς»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει καλή [[ακοή]], όποιος ακούει καλά<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εισακούεται από τον θεό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐήκοον</i><br />α) η καλή [[κατάσταση]] της ακοής<br />β) η [[ευμένεια]] με την οποία ο [[θεός]] εισακούει τις προσευχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[προδιάθεση]] για [[κάτι]] («[[εὐήκοος]] πρὸς μεταβολήν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]] στην [[ακοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]]. Το -<i>η</i>- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>υπ</i>-<i>ήκοος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήκοος]], -ον<br />Α και [[εὐάκοος]], -ον)<br />αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με [[προσοχή]] και ευμενή [[διάθεση]] («εὐήκοον οὖς»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει καλή [[ακοή]], όποιος ακούει καλά<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εισακούεται από τον θεό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐήκοον</i><br />α) η καλή [[κατάσταση]] της ακοής<br />β) η [[ευμένεια]] με την οποία ο [[θεός]] εισακούει τις προσευχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[προδιάθεση]] για [[κάτι]] («[[εὐήκοος]] πρὸς μεταβολήν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]] στην [[ακοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]]. Το -<i>η</i>- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[επήκοος]], [[υπήκοος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm