3,249,333
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κήλων]], -ωνος)<br />[[επιβήτορας]] [[ίππος]] ή όνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα φρέατα, κν. [[γεράνι]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. σε -<i>ων</i> / -<i>ωνος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[κήλων]], -ωνος)<br />[[επιβήτορας]] [[ίππος]] ή όνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα φρέατα, κν. [[γεράνι]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Πανός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. σε -<i>ων</i> / -<i>ωνος</i> ([[πρβλ]]. [[γάστρων]], [[γλίσχρων]]), που προέρχεται πιθ. από τον τ. [[κήλον]] με τη μη μαρτυρούμενη σημ. «[[πόσθη]], ανδρικό [[μόριο]]». Η [[υπόθεση]] αυτή βασίζεται πιθ. στο ότι στην [[αρχαιότητα]] υπήρχαν πολλές παραστάσεις ιθύφαλου όνου]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |