3,271,289
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[κάτεργος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[κάτεργο]]<br />i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο [[πλοίο]], το οποίο χρησίμευε ως [[φυλακή]] καταδίκων<br />ii) [[κάθε]] πολεμικό [[πλοίο]], [[γαλέρα]] και γενικὼς μεγάλο [[πλοίο]]<br />β) <b>φρ.</b> i) «[[καταδίκη]] σε κάτεργα» — [[βαριά]] [[ποινή]] πρόσκαιρων ή ισόβιων δεσμών με καταναγκαστικά έργα και ειδ. σε [[κωπηλασία]] κατέργου<br />ii) «[[άνθρωπος]] τών κατέργων» — [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κάτεργο]](<i>ν</i>)<br />[[είδος]] μεσαιωνικού κωπήλατου ιστιοφόρου πολεμικού, πειρατικού ή εμπορικού πλοίου, με δύο ή [[τρεις]] σειρές κουπιών, στο οποίο [[συχνά]] δούλευαν ως κωπηλάτες ή ναύτες κατάδικοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κάτεργον</i><br />[[υπηρεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατεργασμένος, επεξεργασμένος<br /><b>2.</b> (για γη) ο καλλιεργημένος («[[χώρα]] πᾱσα [[κάτεργος]] γέγονεν», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (για ναό) οι εργασίες, οι υπηρεσίες, οι δαπάνες για τη [[λατρεία]] («λήψῃ τὸ [[ἀργύριον]] εἰσφορᾱς... καὶ δώσεις αὐτὸ εἰς τὸ κάτεργον τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου», ΠΔ)<br />β) θρησκευτική [[υπηρεσία]], [[ιερό]] [[λειτούργημα]] («οὐδενὶ [[πρέπον]], ἐν προσευχῇ [[πάρεργον]], μᾶλλον δὲ κάτεργον», <b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br />β) <b>πάπ.</b> [[τιμή]] ή [[δαπάνη]] για [[εργασία]] ή [[κατεργασία]]<br />γ) [[αμοιβή]] [[εργάτη]], [[μισθός]], [[ημερομίσθιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ο (AM [[κάτεργος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[κάτεργο]]<br />i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο [[πλοίο]], το οποίο χρησίμευε ως [[φυλακή]] καταδίκων<br />ii) [[κάθε]] πολεμικό [[πλοίο]], [[γαλέρα]] και γενικὼς μεγάλο [[πλοίο]]<br />β) <b>φρ.</b> i) «[[καταδίκη]] σε κάτεργα» — [[βαριά]] [[ποινή]] πρόσκαιρων ή ισόβιων δεσμών με καταναγκαστικά έργα και ειδ. σε [[κωπηλασία]] κατέργου<br />ii) «[[άνθρωπος]] τών κατέργων» — [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κάτεργο]](<i>ν</i>)<br />[[είδος]] μεσαιωνικού κωπήλατου ιστιοφόρου πολεμικού, πειρατικού ή εμπορικού πλοίου, με δύο ή [[τρεις]] σειρές κουπιών, στο οποίο [[συχνά]] δούλευαν ως κωπηλάτες ή ναύτες κατάδικοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κάτεργον</i><br />[[υπηρεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατεργασμένος, επεξεργασμένος<br /><b>2.</b> (για γη) ο καλλιεργημένος («[[χώρα]] πᾱσα [[κάτεργος]] γέγονεν», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (για ναό) οι εργασίες, οι υπηρεσίες, οι δαπάνες για τη [[λατρεία]] («λήψῃ τὸ [[ἀργύριον]] εἰσφορᾱς... καὶ δώσεις αὐτὸ εἰς τὸ κάτεργον τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου», ΠΔ)<br />β) θρησκευτική [[υπηρεσία]], [[ιερό]] [[λειτούργημα]] («οὐδενὶ [[πρέπον]], ἐν προσευχῇ [[πάρεργον]], μᾶλλον δὲ κάτεργον», <b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br />β) <b>πάπ.</b> [[τιμή]] ή [[δαπάνη]] για [[εργασία]] ή [[κατεργασία]]<br />γ) [[αμοιβή]] [[εργάτη]], [[μισθός]], [[ημερομίσθιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[άνεργος]], [[πάρεργος]]]. | ||
}} | }} |