3,273,405
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έρα, -ο (AM [[ἡμέτερος]], -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο [[δικός]] μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για έναν κτήτορα [[αντί]] του ενός) ο [[δικός]] μου (α. «η ημετέρα [[γνώμη]]» β. «ἵν' [[ἔπος]] ἀκούσῃς ἡμέτερον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι ημέτεροι</i><br />οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται [[συνήθως]] [[παράνομα]] και αντικανονικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα [[μεγαλειότης]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμετέρα</i><br />η [[χώρα]] μας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ἡμέτερον</i><br />όσον αφορά εμάς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡμέτερα</i><br />η [[ιδιοκτησία]] μου, η [[περιουσία]] μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — [[είναι]] με το [[μέρος]] μας<br />β) «τὸ ἡμέτερον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] τών άλλων [[προς]] εμάς<br />γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-έρα, -ο (AM [[ἡμέτερος]], -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο [[δικός]] μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για έναν κτήτορα [[αντί]] του ενός) ο [[δικός]] μου (α. «η ημετέρα [[γνώμη]]» β. «ἵν' [[ἔπος]] ἀκούσῃς ἡμέτερον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι ημέτεροι</i><br />οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται [[συνήθως]] [[παράνομα]] και αντικανονικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα [[μεγαλειότης]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμετέρα</i><br />η [[χώρα]] μας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ἡμέτερον</i><br />όσον αφορά εμάς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡμέτερα</i><br />η [[ιδιοκτησία]] μου, η [[περιουσία]] μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — [[είναι]] με το [[μέρος]] μας<br />β) «τὸ ἡμέτερον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] τών άλλων [[προς]] εμάς<br />γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[εκάτερος]], [[έτερος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |