κονδυλοφόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κοντυλοφόρος]], -ο<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κονδυλοφόρος]]<br />όργανο [[γραφής]], [[καλάμι]] ειδικό για [[γράψιμο]], [[κυρίως]] το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό [[στέλεχος]], στην [[άκρη]] του οποίου προσαρμόζεται η [[γραφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η. λ. με σημ. «αυτός που έχει κονδύλους» <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η λ. με σημ. «όργανο [[γραφής]]» <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλι]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>βαθμο</i>-[[φόρος]], <i>μασκο</i>-[[φόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημήτριο Βερναρδάκη].
|mltxt=και [[κοντυλοφόρος]], -ο<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κονδυλοφόρος]]<br />όργανο [[γραφής]], [[καλάμι]] ειδικό για [[γράψιμο]], [[κυρίως]] το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό [[στέλεχος]], στην [[άκρη]] του οποίου προσαρμόζεται η [[γραφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η. λ. με σημ. «αυτός που έχει κονδύλους» <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Η λ. με σημ. «όργανο [[γραφής]]» <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλι]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[βαθμοφόρος]], [[μασκοφόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημήτριο Βερναρδάκη].
}}
}}