μετα-: Difference between revisions

48 bytes removed ,  24 August 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μεθ- και ματα- (ΑM μετ[α]-, Α και μεται- και πεδα-)<br />α' συνθετικό πολλών συνθέτων της Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην [[πρόθεση]] / προρρηματικό [[μετά]]. Εμφανίζεται και με τη [[μορφή]] <i>μεθ</i>- όταν το [[φωνήεν]] του β' συνθετικού δασύνεται ([[πρβλ]]. <i>μεθ</i>-<i>εόρτια</i>, <i>μεθ</i>-[[επόμενος]]) [[καθώς]] και με [[μορφή]] <i>μεται</i>- σε ένα σύνθ. της Αρχαίας ([[πρβλ]]. [[μεταιβολία]]). Επίσης, σε ορισμένα [[σύνθετα]] της αρχαίας αιολικής διαλέκτου εμφανίζεται η πρόθ. [[πεδά]] με την [[ίδια]] σημ. ([[πρβλ]]. <i>πεδ</i>-<i>αίχμιος</i>). Τέλος, σε σύνθ. της προφορικής Νέας Ελληνικής η [[πρόθεση]] απαντά και με τη [[μορφή]] <i>ματα</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>ματα</i>-, <i>ματα</i>-[[κάνω]], <i>ματα</i>-<i>λέω</i>). Το <i>μετ</i>(<i>α</i>)- συντίθεται τόσο με ρήματα όσο και με ονόματα και εμφανίζει [[ποικιλία]] σημασιών: α) [[συμμετοχή]] ([[πρβλ]]. <i>μετα</i>-[[δίδωμι]], <i>μετ</i>-<i>έχω</i>, <i>μετα</i>-[[λαμβάνω]])<br />β) [[συνοδεία]], [[πράξη]] που γίνεται από κοινού με άλλον ([[πρβλ]]. [[μεταδαίνυμαι]], [[μεταμέλπομαι]])<br />γ) τοπικό ή [[χρονικό]] οριακό [[σημείο]], το [[μέσον]], το [[μεταξύ]] ([[πρβλ]]. [[μεταίχμιο]], [[μετακύμιος]], [[μεταπύργιο]])<br />δ) χρονική [[διαδοχή]] ([[πρβλ]]. <i>μετα</i>-[[δόρπιος]], <i>μετ</i>-[[εμψύχωση]])<br />ε) [[μεταβολή]] τόπου, κατάστασης σχέσεων και [[μετάβαση]] σε [[νέες]] μορφές ή καταστάσεις ([[πρβλ]]. <i>μετα</i>-[[βαίνω]], <i>μετα</i>-[[φυτεύω]], <i>μετα</i>-[[κινώ]] μετα</i>-<i>τίθεμαι</i>, <i>μετα</i>-[[λαμπαδεύω]])<br />στ) [[επανάληψη]] ([[πρβλ]]. <i>μετα</i>-[[κάνω]], <i>μετα</i>-[[κένωση]], <i>μετα</i>-[[λαλώ]]). Με το <i>μετα</i>- ως α' συνθετικό, [[τέλος]], πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι: <i>μετα</i>-<i>βολισμός</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>meta</i>-<i>bolism</i>), <i>μετα</i>-[[χημεία]] ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>meta</i>-<i>chemistry</i>) [[μετά]]-<i>κεντρο</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>meta</i>-<i>center</i>) κ.λπ. Επίσης, πάμπολλες λ. σύνθετες με την πρόθ. [[μετά]] δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες από την ελλ., λ.χ.: [[μεταφορά]] ([[πρβλ]]. αγγλ. meta-phor), [[μετάθεση]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>metathese</i>) κ.ά. Παραθέτουμε ενδεικτικώς [[σύνθετα]] της Ελληνικής με την [[πρόθεση]] / προρρηματικό <i>μετα</i>- τα οποία εμφανίζουν ευρύτερη [[χρήση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[μεθαύριο]], [[μεθερμηνεύω]], [[μεθίστημι]], [[μέθοδος]], [[μεθόριος]], [[μεθύστερος]], [[μεταβαίνω]], [[μεταβάλλω]], [[μεταβιβάζω]], [[μεταβιώνω]], [[μεταγγίζω]], [[μεταγενέστερος]], [[μεταγίνομαι]], [[μεταγινώσκω]], [[μεταγραμματίζω]],·[[μεταγράφω]], [[μετάγω]], [[μεταγωγέας]], [[μεταδέχομαι]], [[μεταδίδω]], [[μεταθέτω]], [[μεταίχμιος]], [[μετακαλώ]], [[μετακάρπιος]], [[μετακενώνω]], [[μετακινώ]], [[μετακομίζω]], [[μετακυλώ]], [[μεταλαβαίνω]], [[μεταλαμπαδεύω]], [[μεταλέγω]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταμελούμαι]], [[μεταμορφώνω]], [[μεταμοσχεύω]], [[μεταμφιέζω]], [[μετανοώ]], [[μεταπείθω]], [[μεταπέμπω]], [[μεταπίπτω]], [[μεταπλάθω]], [[μεταποιώ]], [[μεταπωλώ]], [[μεταρρυθμίζω]], [[μεταστρέφω]], [[μετασχηματίζω]], [[μετατάσσω]], [[μετατρέπω]], [[μεταφέρω]], [[μεταφράζω]], [[μεταφυσικός]], [[μεταφυτεύω]], [[μεταχειρίζομαι]], [[μετεγγράφω]], [[μετεμψυχώνω]], [[μετενσωματώνω]], [[μετέπειτα]], [[μετέρχομαι]], [[μετέχω]], [[μετέωρος]], [[μετοικίζω]], [[μέτοικος]], [[μετονομάζω]], [[μετόπη]], [[μετόπισθεν]] <b>αρχ.</b> [[μεθάπτομαι]], [[μεθίημι]], [[μεθορώ]], [[μεταβουλεύω]], [[μεταδιατάσσω]], [[μεταδιοικώ]], [[μεταδόρπιος]], [[μεταιωρούμαι]], [[μετάκειμαι]], [[μετακυκλούμαι]], [[μεταλαγχάνω]], [[μεταλείπω]], [[μεταμανθάνω]], [[μετανίστημι]], [[μετάπλους]], [[μεταπρέπω]], [[μεταρρέω]], [[μεταστήθιος]], [[μέτειμι]] (Ι), [[μέτειμι]] (ΙΙ), [[μετεισέρχομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μεθέλκω]], [[μετακαθίζω]], [[μετακαινίζω]], [[μετακρούω]], [[μετακυλίνδω]], [[μεταπορεύομαι]], [[μεταρρίπτω]], [[μεταφοιτώ]], [[μέτηλυς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταπολύω]], [[μετασπείρω]], [[μετασυλλογίζομαι]], [[μετασυμπονώ]], [[μετεπινοούμαι]], [[μετιχνιώμαι]]<br />(μσν.-νεοελ.) <i>μεθύμνιο</i>, [[μεταγλωττίζω]], [[μεταγνώθω]], [[μετατοπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεθεόρτια]], [[μεθεπόμενος]], [[μεταβάφω]], [[μεταβιομηχανικός]], [[μεταβολισμός]], <i>μεταγένεση</i>, [[μεταδημότευση]], <i>μεταδιασεισικός</i>, [[μεταδοτήρας]], [[μεταηθική]], [[μεταθανάτιος]], [[μετάκεντρο]], [[μετακλασικός]] [[μεταλογική]], [[μεταμέρεια]], [[μεταμεσημβρινός]], [[μεταμεσήμερο]], [[μεταμεσονύκτιος]], [[μεταμορφοψία]], [[μεταπολίτευση]], [[μετασεισμός]], <i>μετασύνδεση</i>, [[μετασχολικός]], [[μετασωμάτωση]], [[μετασώτριο]], [[μετατάρσιος]], [[μετάφαση]], [[μετάφραγμα]], [[μεταφυσική]], [[μεταφωνία]], <i>μετάχρωση</i>, [[μεταψυχιατρική]], [[μεταψυχικός]], [[μετεγγύηση]], [[μετεγκέφαλος]], [[μετείκασμα]], [[μετεκλογικός]], [[μετεκπαιδεύω]], [[μετενσαρκώνω]], [[μετεξέταση]], [[μετεξεταστέος]], [[μετεπιβίβαση]], [[μετεργασιακός]], [[μετήχηση]].
|mltxt=και μεθ- και ματα- (ΑM μετ[α]-, Α και μεται- και πεδα-)<br />α' συνθετικό πολλών συνθέτων της Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην [[πρόθεση]] / προρρηματικό [[μετά]]. Εμφανίζεται και με τη [[μορφή]] <i>μεθ</i>- όταν το [[φωνήεν]] του β' συνθετικού δασύνεται ([[πρβλ]]. <i>μεθ</i>-<i>εόρτια</i>, <i>μεθ</i>-[[επόμενος]]) [[καθώς]] και με [[μορφή]] <i>μεται</i>- σε ένα σύνθ. της Αρχαίας ([[πρβλ]]. [[μεταιβολία]]). Επίσης, σε ορισμένα [[σύνθετα]] της αρχαίας αιολικής διαλέκτου εμφανίζεται η πρόθ. [[πεδά]] με την [[ίδια]] σημ. ([[πρβλ]]. <i>πεδ</i>-<i>αίχμιος</i>). Τέλος, σε σύνθ. της προφορικής Νέας Ελληνικής η [[πρόθεση]] απαντά και με τη [[μορφή]] <i>ματα</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>ματα</i>-, <i>ματα</i>-[[κάνω]], <i>ματα</i>-<i>λέω</i>). Το <i>μετ</i>(<i>α</i>)- συντίθεται τόσο με ρήματα όσο και με ονόματα και εμφανίζει [[ποικιλία]] σημασιών: α) [[συμμετοχή]] ([[πρβλ]]. <i>μετα</i>-[[δίδωμι]], <i>μετ</i>-<i>έχω</i>, <i>μετα</i>-[[λαμβάνω]])<br />β) [[συνοδεία]], [[πράξη]] που γίνεται από κοινού με άλλον ([[πρβλ]]. [[μεταδαίνυμαι]], [[μεταμέλπομαι]])<br />γ) τοπικό ή [[χρονικό]] οριακό [[σημείο]], το [[μέσον]], το [[μεταξύ]] ([[πρβλ]]. [[μεταίχμιο]], [[μετακύμιος]], [[μεταπύργιο]])<br />δ) χρονική [[διαδοχή]] ([[πρβλ]]. [[μεταδόρπιος]], [[μετεμψύχωση]])<br />ε) [[μεταβολή]] τόπου, κατάστασης σχέσεων και [[μετάβαση]] σε [[νέες]] μορφές ή καταστάσεις ([[πρβλ]]. [[μεταβαίνω]], [[μεταφυτεύω]], <i>μετα</i>-[[κινώ]] μετα</i>-<i>τίθεμαι</i>, <i>μετα</i>-[[λαμπαδεύω]])<br />στ) [[επανάληψη]] ([[πρβλ]]. [[μετακάνω]], [[μετακένωση]], <i>μετα</i>-[[λαλώ]]). Με το <i>μετα</i>- ως α' συνθετικό, [[τέλος]], πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι: <i>μετα</i>-<i>βολισμός</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>meta</i>-<i>bolism</i>), <i>μετα</i>-[[χημεία]] ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>meta</i>-<i>chemistry</i>) [[μετά]]-<i>κεντρο</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>meta</i>-<i>center</i>) κ.λπ. Επίσης, πάμπολλες λ. σύνθετες με την πρόθ. [[μετά]] δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες από την ελλ., λ.χ.: [[μεταφορά]] ([[πρβλ]]. αγγλ. meta-phor), [[μετάθεση]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>metathese</i>) κ.ά. Παραθέτουμε ενδεικτικώς [[σύνθετα]] της Ελληνικής με την [[πρόθεση]] / προρρηματικό <i>μετα</i>- τα οποία εμφανίζουν ευρύτερη [[χρήση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[μεθαύριο]], [[μεθερμηνεύω]], [[μεθίστημι]], [[μέθοδος]], [[μεθόριος]], [[μεθύστερος]], [[μεταβαίνω]], [[μεταβάλλω]], [[μεταβιβάζω]], [[μεταβιώνω]], [[μεταγγίζω]], [[μεταγενέστερος]], [[μεταγίνομαι]], [[μεταγινώσκω]], [[μεταγραμματίζω]],·[[μεταγράφω]], [[μετάγω]], [[μεταγωγέας]], [[μεταδέχομαι]], [[μεταδίδω]], [[μεταθέτω]], [[μεταίχμιος]], [[μετακαλώ]], [[μετακάρπιος]], [[μετακενώνω]], [[μετακινώ]], [[μετακομίζω]], [[μετακυλώ]], [[μεταλαβαίνω]], [[μεταλαμπαδεύω]], [[μεταλέγω]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταμελούμαι]], [[μεταμορφώνω]], [[μεταμοσχεύω]], [[μεταμφιέζω]], [[μετανοώ]], [[μεταπείθω]], [[μεταπέμπω]], [[μεταπίπτω]], [[μεταπλάθω]], [[μεταποιώ]], [[μεταπωλώ]], [[μεταρρυθμίζω]], [[μεταστρέφω]], [[μετασχηματίζω]], [[μετατάσσω]], [[μετατρέπω]], [[μεταφέρω]], [[μεταφράζω]], [[μεταφυσικός]], [[μεταφυτεύω]], [[μεταχειρίζομαι]], [[μετεγγράφω]], [[μετεμψυχώνω]], [[μετενσωματώνω]], [[μετέπειτα]], [[μετέρχομαι]], [[μετέχω]], [[μετέωρος]], [[μετοικίζω]], [[μέτοικος]], [[μετονομάζω]], [[μετόπη]], [[μετόπισθεν]] <b>αρχ.</b> [[μεθάπτομαι]], [[μεθίημι]], [[μεθορώ]], [[μεταβουλεύω]], [[μεταδιατάσσω]], [[μεταδιοικώ]], [[μεταδόρπιος]], [[μεταιωρούμαι]], [[μετάκειμαι]], [[μετακυκλούμαι]], [[μεταλαγχάνω]], [[μεταλείπω]], [[μεταμανθάνω]], [[μετανίστημι]], [[μετάπλους]], [[μεταπρέπω]], [[μεταρρέω]], [[μεταστήθιος]], [[μέτειμι]] (Ι), [[μέτειμι]] (ΙΙ), [[μετεισέρχομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μεθέλκω]], [[μετακαθίζω]], [[μετακαινίζω]], [[μετακρούω]], [[μετακυλίνδω]], [[μεταπορεύομαι]], [[μεταρρίπτω]], [[μεταφοιτώ]], [[μέτηλυς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταπολύω]], [[μετασπείρω]], [[μετασυλλογίζομαι]], [[μετασυμπονώ]], [[μετεπινοούμαι]], [[μετιχνιώμαι]]<br />(μσν.-νεοελ.) <i>μεθύμνιο</i>, [[μεταγλωττίζω]], [[μεταγνώθω]], [[μετατοπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεθεόρτια]], [[μεθεπόμενος]], [[μεταβάφω]], [[μεταβιομηχανικός]], [[μεταβολισμός]], <i>μεταγένεση</i>, [[μεταδημότευση]], <i>μεταδιασεισικός</i>, [[μεταδοτήρας]], [[μεταηθική]], [[μεταθανάτιος]], [[μετάκεντρο]], [[μετακλασικός]] [[μεταλογική]], [[μεταμέρεια]], [[μεταμεσημβρινός]], [[μεταμεσήμερο]], [[μεταμεσονύκτιος]], [[μεταμορφοψία]], [[μεταπολίτευση]], [[μετασεισμός]], <i>μετασύνδεση</i>, [[μετασχολικός]], [[μετασωμάτωση]], [[μετασώτριο]], [[μετατάρσιος]], [[μετάφαση]], [[μετάφραγμα]], [[μεταφυσική]], [[μεταφωνία]], <i>μετάχρωση</i>, [[μεταψυχιατρική]], [[μεταψυχικός]], [[μετεγγύηση]], [[μετεγκέφαλος]], [[μετείκασμα]], [[μετεκλογικός]], [[μετεκπαιδεύω]], [[μετενσαρκώνω]], [[μετεξέταση]], [[μετεξεταστέος]], [[μετεπιβίβαση]], [[μετεργασιακός]], [[μετήχηση]].
}}
}}