3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήστωρ]], -ορος και -ωρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον [[μήστωρ]]' ούδ' εἰ [[μάλα]] πολλὰ κάμοιτε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] και [[ιδίως]] στη [[μάχη]], ο [[εμπειροπόλεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] να μηχανεύεται ή να σοφίζεται [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επιτήδειος]] [[βοηθός]] χειρουργού<br /><b>6.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήστωρ</i><br />[[ένας]] από τους ήρωες της <i>Ιλιάδας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήδ</i>-<i>τωρ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μηδ</i>- του [[μήδομαι]] «έχω στον νου μου, [[τεχνάζομαι]]» με συριστικοποίηση του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- ([[πρβλ]]. [[πιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πιθ</i>-<i>τός</i>). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -[[μήστωρ]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μήστωρ]], -ορος και -ωρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον [[μήστωρ]]' ούδ' εἰ [[μάλα]] πολλὰ κάμοιτε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] και [[ιδίως]] στη [[μάχη]], ο [[εμπειροπόλεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] να μηχανεύεται ή να σοφίζεται [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επιτήδειος]] [[βοηθός]] χειρουργού<br /><b>6.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήστωρ</i><br />[[ένας]] από τους ήρωες της <i>Ιλιάδας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήδ</i>-<i>τωρ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μηδ</i>- του [[μήδομαι]] «έχω στον νου μου, [[τεχνάζομαι]]» με συριστικοποίηση του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- ([[πρβλ]]. [[πιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πιθ</i>-<i>τός</i>). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -[[μήστωρ]] ([[πρβλ]]. [[Αγομήστωρ]], [[Θεομήστωρ]], <i>Λεω</i>-[[μήστωρ]], <i>Πολυ</i>-[[μήστωρ]]) [[καθώς]] και σε θηλ. σε -<i>μήστρα</i> ([[πρβλ]]. [[Κλυταιμήστρα]], [[Υπερμήστρα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |