ὀφρύς: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ύος, ἡ, nach Arcad. 92 [[ὀφρῦς]] (vgl. die [[Braue]], ό ist also bloßer Vorschlag), – 1) die [[Augenbraue]]; gew. im plur.; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], Il. 1, 528, öfter, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls (vgl. [[νεύω]]); ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον, 13, 88 u. öfter; vgl. Soph., der Ant. 825 sogar sagt τέγγει δ' ὑπ' όφρύσι παγκλαύστοις δειράδας; Hom. κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν [[ὄσσε]], Il. 14, 236; [[ὄσσε]] λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν, 15, 608; ὑπ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσε, Hes. Th. 827. Oft bei den Dichtern als der Theil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird, ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, Il. 15, 102; ἀγανᾷ γελάσσαις ὀφρύϊ, Pind. P. 9, 39; μειδιᾶν ὀφρύσι; vom Zorn, νωμῶντ' ὀφρύν, Aesch. Ch. 283; vom Unwillen, τὰς [[ὀφρῦς]] συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, Ar. Nub. 574, wie wir sagen »die Stirne runzeln«; στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]], wie στυγνὴν ὀφρύν, Eur. Hipp. 173. 290; u. bes. vom Stolz u. Hochmuth, bes. bei Sp., wie in der Anth. oft, στρεβλὴν ὀφρὺν ἐφελκόμενος, Leon. Tar. 85 (VII, 440), wie Alciphr. 1, 34, τὰς [[ὀφρῦς]] ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας; vgl. Luc. bis accus. 28; Diphil. bei Ath. II, 35 c τὸν τὰς [[ὀφρῦς]] αἴροντα (der ein ernstes Gesicht macht) πείθεις γελᾶν; στυγνὴν ὀφρύων τάσιν λύεις, Diosc. 3 (XII, 42); κατεσπακὼς τὰς [[ὀφρῦς]], Alciphr. 3, 3, vgl. καταβάλλειν τὰς [[ὀφρῦς]] Eur. Cycl. 167; συνάγειν, Pallad. 5 (X, 56), wie Luc. Dem. enc. 16 Icarom. 29; συνέσπακε τὰς [[ὀφρῦς]], Vit. auct. 7; ἀνατείνειν, Tim. 54; Lucill. 119 (X, 122) sagt τὴν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον καταπαύσει; τὰς [[ὀφρῦς]] εἰς ἕν ἀγείρειν, Paul. Sil. 35 (V, 300); ἐρύσσαι, Agath. 4 (V, 216); ὀφρύες πέσον, ὀφρὺν ὑπερέσχεθεν, 13. 22 (V, 273. 299). – 2) übh. jeder erhöhete<b class="b2"> Rand, Hügelrand</b>, [[Hügel]]; Il. 20, 151; ἐπ' ὀφρύϊ Παρνασίᾳ, Pind. Ol. 13, 102; εἰς Νεῖλον ἀπ' ὀφρύος ἥλατο, Ep. ad. 418 (IX, 252); τοῦ ποταμοῦ, Uferrand, Pol. 2, 33, 7 u. öfter; τὰ ἐπίπεδα ὑπὲρ τὰς [[ὀφρῦς]] τῶν λόφων, 7, 6, 3; προβαλλόμενος ὀφρὺν ἀπότομον, 36, 6, 2; ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο, Ap. Rh. 1, 178; N. T. u. a. Sp. (vgl. [[ὀφρύη]]). – Der acc. [[ὀφρύα]] statt des gewöhnlichen ὀφρύν findet sich Strat. 28 (XII, 186) Opp. Cyn. 4, 405; accus. plur. ὀφρύας Od. 9, 389, [[ὀφρῦς]] Il. 16, 740. – [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang, in den Zusammensetzungen aber kurz, [[εὔοφρυς]] u. ä.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ύος, ἡ, nach Arcad. 92 [[ὀφρῦς]] (vgl. die [[Braue]], ό ist also bloßer Vorschlag), – 1) die [[Augenbraue]]; gew. im plur.; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], Il. 1, 528, öfter, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls (vgl. [[νεύω]]); ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον, 13, 88 u. öfter; vgl. Soph., der Ant. 825 sogar sagt τέγγει δ' ὑπ' όφρύσι παγκλαύστοις δειράδας; Hom. κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν [[ὄσσε]], Il. 14, 236; [[ὄσσε]] λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν, 15, 608; ὑπ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσε, Hes. Th. 827. Oft bei den Dichtern als der Teil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird, ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, Il. 15, 102; ἀγανᾷ γελάσσαις ὀφρύϊ, Pind. P. 9, 39; μειδιᾶν ὀφρύσι; vom Zorn, νωμῶντ' ὀφρύν, Aesch. Ch. 283; vom Unwillen, τὰς [[ὀφρῦς]] συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, Ar. Nub. 574, wie wir sagen »die Stirne runzeln«; στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]], wie στυγνὴν ὀφρύν, Eur. Hipp. 173. 290; u. bes. vom Stolz u. Hochmuth, bes. bei Sp., wie in der Anth. oft, στρεβλὴν ὀφρὺν ἐφελκόμενος, Leon. Tar. 85 (VII, 440), wie Alciphr. 1, 34, τὰς [[ὀφρῦς]] ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας; vgl. Luc. bis accus. 28; Diphil. bei Ath. II, 35 c τὸν τὰς [[ὀφρῦς]] αἴροντα (der ein ernstes Gesicht macht) πείθεις γελᾶν; στυγνὴν ὀφρύων τάσιν λύεις, Diosc. 3 (XII, 42); κατεσπακὼς τὰς [[ὀφρῦς]], Alciphr. 3, 3, vgl. καταβάλλειν τὰς [[ὀφρῦς]] Eur. Cycl. 167; συνάγειν, Pallad. 5 (X, 56), wie Luc. Dem. enc. 16 Icarom. 29; συνέσπακε τὰς [[ὀφρῦς]], Vit. auct. 7; ἀνατείνειν, Tim. 54; Lucill. 119 (X, 122) sagt τὴν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον καταπαύσει; τὰς [[ὀφρῦς]] εἰς ἕν ἀγείρειν, Paul. Sil. 35 (V, 300); ἐρύσσαι, Agath. 4 (V, 216); ὀφρύες πέσον, ὀφρὺν ὑπερέσχεθεν, 13. 22 (V, 273. 299). – 2) übh. jeder erhöhete [[Rand]], [[Hügelrand]], [[Hügel]]; Il. 20, 151; ἐπ' ὀφρύϊ Παρνασίᾳ, Pind. Ol. 13, 102; εἰς Νεῖλον ἀπ' ὀφρύος ἥλατο, Ep. ad. 418 (IX, 252); τοῦ ποταμοῦ, Uferrand, Pol. 2, 33, 7 u. öfter; τὰ ἐπίπεδα ὑπὲρ τὰς [[ὀφρῦς]] τῶν λόφων, 7, 6, 3; προβαλλόμενος ὀφρὺν ἀπότομον, 36, 6, 2; ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο, Ap. Rh. 1, 178; [[NT|N.T.]] u. a. Sp. (vgl. [[ὀφρύη]]). – Der acc. [[ὀφρύα]] statt des gewöhnlichen ὀφρύν findet sich Strat. 28 (XII, 186) Opp. Cyn. 4, 405; accus. plur. ὀφρύας Od. 9, 389, [[ὀφρῦς]] Il. 16, 740. – [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang, in den Zusammensetzungen aber kurz, [[εὔοφρυς]] u. ä.]
}}
{{bailly
|btext=ὀφρύος (ἡ) ; <i>acc.</i> ὀφρύν, <i>rar.</i> [[ὀφρύα]], <i>acc. pl.</i> ὀφρῦς;<br /><b>I.</b> [[sourcil]] : τὰς ὀφρῦς ξυνάγειν AR froncer <i>ou</i> contracter les sourcils d'un air menaçant <i>ou</i> sombre ; ἀνασπᾶν AR, ἀνατείνειν LUC, ἐπαίρειν LUC hausser les sourcils d'un air hautain <i>ou</i> menaçant;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[gravité]], [[majesté]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> emphase;<br /><b>III.</b> [[hauteur escarpée]], [[colline]] <i>ou</i> [[montagne abrupte]], [[escarpement]].<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> bhru « sourcil ».
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφρύς:''' ύος ἡ (в nom. и acc. sing. ῡ) (acc. ὀφρύν - поздн. [[ὀφρύα]]; acc. pl. ὀφρύας и [[ὀφρῦς]])<br /><b class="num">1</b> [[бровь]]: τὰς [[ὀφρῦς]] ξυνάγειν Arph. нахмурить брови, насупиться; τὰς [[ὀφρῦς]] ἐπαίρειν Eur. (тж. ἀνασπᾶν Arph. или ἀνατείνειν Luc.) высокомерно поднимать брови; τὰς [[ὀφρῦς]] καταβάλλειν, λύειν или μεθιέναι Eur. разглаживать брови, прояснять чело; ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Pind. весело смеяться;<br /><b class="num">2</b> [[важность]], [[торжественность]]: ῥήματα [[ὀφρῦς]] ἔχοντα Arph. высокопарные слова;<br /><b class="num">3</b> [[гордыня]], [[спесь]] (ἡ ὀ. καὶ ὁ [[τῦφος]] Anth.);<br /><b class="num">4</b> [[приподнятый край]], [[гребень]] или [[круча]] (αἱ [[ὀφρῦς]] τῶν λόφων Polyb.): ἐπ᾽ ὀφρύσι Καλλικολώνης Hom. на склонах Калликолоны; ἡ ὀ. τοῦ ποταμοῦ Polyb. высокий берег реки.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφρύς''': -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, Thiersch Gr. Gr. §191· [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. κ. αἰτ. [[ὀφρύς]], -ύν, ἅτινα διὰ τοῦτο γράφονται ὀφρῦς, -ῦν ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 31, Ἀρκάδ. 92, πρβλ. [[ὀσφύς]]· ἀλλὰ ῠ, [[εὔοφρυς]], [[λεύκοφρυς]], κτλ.]. (Πρβλ. Σανσκρ. bhru, Ἀρχ. Γερμ. brawa, Σλαυ. bruvi (Ἀγγλ. brow).) Τὸ «φρῦδι», Λατ. supercilium, τὸν ... ὑπ’ ὀφρύος [[οὖτα]] Ἰλ. Ξ. 493· ἡ ὀφρὺς ἡ [[δεξιά]], ἡ ἀριστερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 4. 18· - ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθυντ., ὡς παρ’ Ἡσ. καὶ Ἀττικ.· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Ἰλ. Ν. 88, κτλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ σημείων ἢ νευμάτων, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. ἐπένευσεν ὀφρύσι, κατένευσε, Α. 528, κτλ.· ἡ δ’ ἄρ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε, ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Π. 164· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, ἔκαμε [[νεῦμα]] νὰ μὴ …, Ι. 468· [[οὕτως]], ὀφρύσι νευστάζων Μ. 194. Ἐπειδὴ διὰ τῆς κινήσεως τῶν ὀφρύων οἱ ἄνθρωποι δεικνύουσι σοβαρότητα, θλῖψιν, ὀργήν, [[μάλιστα]] δὲ ὑπερηφανίαν ἢ καταφρόνησιν, πολλαὶ φράσεις ἐσχηματίσθησαν, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069· ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς [[οἴμοι]] λαλεῖ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 29· ὑπερηφανίας (πρβλ. [[ὀφρυόομαι]]), Δημ. 442, 11· [[οὕτως]], οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4· ὀφρῦς ἐπαίρειν Εὐρ. Ἀποσπάσ. 1027· σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· τοὺς ἰχθυοπώλας ... ἐπὰν ἴδω [[κάτω]] βλέποντας, τὰς δ’ ὀφρῦς ἔχοντας [[ἐπάνω]] τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7· ὅσοι τὴν φιλοσοφίας ὀφρὺν [[ὑπὲρ]] αὐτοὺς τοὺς κροτάφους ὑπερήρκασι Λουκ. Ἔρωτες 54· ὀφρῦς ἔχειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 925· ὀφρὺν ἐφέλκεσθαι Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐρύειν [[αὐτόθι]] 5. 216· ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ἴδε Dobree εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[τοὐναντίον]]: τὰς ὀφρῦς συνάγειν, συνοφρυοῦσθαι, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 582, Πλ. 756, κτλ. (πρβλ. [[τοξοποιέω]])· οὕτω, τὰς ὀφρῦς συνέλκειν Ἀντιφῶν ἐν Ἀδήλ. 90· συσπᾶν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· κατασπᾶν Ἀλκίφρων 3. 3· - τανάπαλιν, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς Εὐρ. Κύκλ. 167, Ἱππ. 290, Ι. Α. 648· σχάζεσθαι τὰς ὀφρῦς [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Ἑορ.» 5· κατατίθεσθαι Πλούτ. 2. 1062F· - αἱ ὀφρύες ἦσαν [[ὡσαύτως]] ἡ [[ἕδρα]] τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ μειδιάματος καὶ τῆς χαρᾶς, ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Πινδ. Π. 9. 67, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 257· ἢ σοβαρότητος, στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]] Εὐρ. Ἱππ. 173· ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν [[αὐτοῦ]] αἱ ὀφρύες Ξεν. Συμπ. 8. 3· περὶ τοῦ φυσιγνωμικοῦ αὐτῶν χαρακτῆρος ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1. 2) ὀφρὺς μόνον, ὡς τὸ Λατ. supercilium, [[καταφρόνησις]], [[ὑπεροψία]], Ἀνθ. Π. 7. 409., 9. 43., 10. 122, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὁμοιότητος σχήματος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, ὀρεινὴ σειρὰ [[μετὰ]] ἀποκρήμνου πλευρᾶς, [[ἀπόκρημνος]] [[βράχος]], [[κρημνός]], Ἰλ. Υ. 151, Πινδάρ. Ο. 13. 150· ἡ ἐπικρεμαμένη [[ἀπότομος]] [[ὄχθη]] τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 33, 7, κλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 178, κτλ.· ἐπὶ τάφρου, χαράδρας, Στράβ. 234· -ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ὀφρύη]], ὃ ἴδε, πρβλ. [[ὀφρυάω]], [[ὀφρυόεις]], [[ὀφρυώδης]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρῦς· τὰ κρημνώδη καὶ τραχέα τῶν ὀρῶν. καὶ [[ἔπαρσις]], [[ὑπερηφανία]]».
|lstext='''ὀφρύς''': -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, Tiersch Gr. Gr. §191· [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. κ. αἰτ. [[ὀφρύς]], -ύν, ἅτινα διὰ τοῦτο γράφονται ὀφρῦς, -ῦν ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 31, Ἀρκάδ. 92, πρβλ. [[ὀσφύς]]· ἀλλὰ ῠ, [[εὔοφρυς]], [[λεύκοφρυς]], κτλ.]. (Πρβλ. Σανσκρ. bhru, Ἀρχ. Γερμ. brawa, Σλαυ. bruvi (Ἀγγλ. brow).) Τὸ «φρῦδι», Λατ. supercilium, τὸν ... ὑπ’ ὀφρύος [[οὖτα]] Ἰλ. Ξ. 493· ἡ ὀφρὺς ἡ [[δεξιά]], ἡ ἀριστερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 4. 18· - ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθυντ., ὡς παρ’ Ἡσ. καὶ Ἀττικ.· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Ἰλ. Ν. 88, κτλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ σημείων ἢ νευμάτων, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. ἐπένευσεν ὀφρύσι, κατένευσε, Α. 528, κτλ.· ἡ δ’ ἄρ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε, ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Π. 164· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, ἔκαμε [[νεῦμα]] νὰ μὴ …, Ι. 468· [[οὕτως]], ὀφρύσι νευστάζων Μ. 194. Ἐπειδὴ διὰ τῆς κινήσεως τῶν ὀφρύων οἱ ἄνθρωποι δεικνύουσι σοβαρότητα, θλῖψιν, ὀργήν, [[μάλιστα]] δὲ ὑπερηφανίαν ἢ καταφρόνησιν, πολλαὶ φράσεις ἐσχηματίσθησαν, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069· ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς [[οἴμοι]] λαλεῖ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 29· ὑπερηφανίας (πρβλ. [[ὀφρυόομαι]]), Δημ. 442, 11· [[οὕτως]], οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4· ὀφρῦς ἐπαίρειν Εὐρ. Ἀποσπάσ. 1027· σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· τοὺς ἰχθυοπώλας ... ἐπὰν ἴδω [[κάτω]] βλέποντας, τὰς δ’ ὀφρῦς ἔχοντας [[ἐπάνω]] τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7· ὅσοι τὴν φιλοσοφίας ὀφρὺν [[ὑπὲρ]] αὐτοὺς τοὺς κροτάφους ὑπερήρκασι Λουκ. Ἔρωτες 54· ὀφρῦς ἔχειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 925· ὀφρὺν ἐφέλκεσθαι Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐρύειν [[αὐτόθι]] 5. 216· ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ἴδε Dobree εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[τοὐναντίον]]: τὰς ὀφρῦς συνάγειν, συνοφρυοῦσθαι, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 582, Πλ. 756, κτλ. (πρβλ. [[τοξοποιέω]])· οὕτω, τὰς ὀφρῦς συνέλκειν Ἀντιφῶν ἐν Ἀδήλ. 90· συσπᾶν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· κατασπᾶν Ἀλκίφρων 3. 3· - τανάπαλιν, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς Εὐρ. Κύκλ. 167, Ἱππ. 290, Ι. Α. 648· σχάζεσθαι τὰς ὀφρῦς [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Ἑορ.» 5· κατατίθεσθαι Πλούτ. 2. 1062F· - αἱ ὀφρύες ἦσαν [[ὡσαύτως]] ἡ [[ἕδρα]] τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ μειδιάματος καὶ τῆς χαρᾶς, ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Πινδ. Π. 9. 67, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 257· ἢ σοβαρότητος, στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]] Εὐρ. Ἱππ. 173· ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν [[αὐτοῦ]] αἱ ὀφρύες Ξεν. Συμπ. 8. 3· περὶ τοῦ φυσιγνωμικοῦ αὐτῶν χαρακτῆρος ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1. 2) ὀφρὺς μόνον, ὡς τὸ Λατ. supercilium, [[καταφρόνησις]], [[ὑπεροψία]], Ἀνθ. Π. 7. 409., 9. 43., 10. 122, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὁμοιότητος σχήματος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, ὀρεινὴ σειρὰ [[μετὰ]] ἀποκρήμνου πλευρᾶς, [[ἀπόκρημνος]] [[βράχος]], [[κρημνός]], Ἰλ. Υ. 151, Πινδάρ. Ο. 13. 150· ἡ ἐπικρεμαμένη [[ἀπότομος]] [[ὄχθη]] τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 33, 7, κλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 178, κτλ.· ἐπὶ τάφρου, χαράδρας, Στράβ. 234· -ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ὀφρύη]], ὃ ἴδε, πρβλ. [[ὀφρυάω]], [[ὀφρυόεις]], [[ὀφρυώδης]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρῦς· τὰ κρημνώδη καὶ τραχέα τῶν ὀρῶν. καὶ [[ἔπαρσις]], [[ὑπερηφανία]]».
}}
{{bailly
|btext=ὀφρύος (ἡ) ; <i>acc.</i> ὀφρύν, <i>rar.</i> [[ὀφρύα]], <i>acc. pl.</i> ὀφρῦς;<br /><b>I.</b> sourcil : [[τὰς]] ὀφρῦς ξυνάγειν AR froncer <i>ou</i> contracter les sourcils d’un air menaçant <i>ou</i> sombre ; ἀνασπᾶν AR, ἀνατείνειν LUC, ἐπαίρειν LUC hausser les sourcils d’un air hautain <i>ou</i> menaçant;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> gravité, majesté;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> emphase;<br /><b>III.</b> hauteur escarpée, colline <i>ou</i> montagne abrupte, escarpement.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> bhru « sourcil ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 18: Line 21:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀφρῦς]] και [[ὀφρύς]])<br /><b>1.</b> το [[έπαρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από την οφθαλμική [[κόγχη]] [[μαζί]] με το τοξοειδές τριχωτό [[δέρμα]] που το καλύπτει, το [[φρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οφρύς]] λόφου [ή όρους]» — το [[χείλος]] γκρεμού, και, γενικά, το [[κράσπεδο]] οποιουδήποτε υψώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τοπογρ.)</b> η χαρακτηριστική [[καμπύλη]] ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο [[μέρος]] του, δηλ. την [[κορυφή]], από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] [[μέχρι]] τις υπώρειες<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[νέφος]] με σκούρο [[χρώμα]] που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή [[καταιγίδα]]<br /><b>4.</b> <b>ωκεαν.</b> η [[γραμμή]] στην οποία περατώνεται [[προς]] τα [[επάνω]] η [[χαίτη]] [[κάθε]] κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]] του<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ορχιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφρόνηση]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>2.</b> [[κρηπίδωμα]], [[ανάχωμα]] («ὀφρὺς [[ἀπότομος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῡ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[παραλία]] («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>6.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>7.</b> [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[μαζί]] με το ρ. [[νεύω]] προκειμένου να δηλωθεί [[συναίσθημα]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή [[συναίνεση]] σχετικά με κάποιο [[συμβάν]] (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῡμεν [[δεινά]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, [[ηρεμώ]] ή [[αποκτώ]] χαρούμενη [[έκφραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀφρύς]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ū</i>- «[[φρύδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ū</i><i>h</i>, αρχ. ιρλδ. <i>forbru</i>, αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ū</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brow</i>, γερμ. <i>Braue</i>), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>brŭvi</i>, λιθουαν. <i>bruvis</i>, αρχ. νορβ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i>, αβεστ. <i>brvat</i>-, μακεδονικό <i>ἀβροῦτες</i><br />[[ὀφρῦς]]). Το αρκτικό ὀτου τ. [[ὀφρύς]] αποτελεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], προθεματικό [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>ἀβροῦτες</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η οποία στηρίζεται στην [[παρουσία]] σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>eye</i>-<i>brow</i>, γερμ. <i>Αuge</i>-<i>brauen</i>), η λ. [[ὀφρύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀπφρυς</i>) [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ὀπ</i> του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> <i>όμμα</i>). Η λ. [[ὀφρύς]] απαντά στα ανθρωπωνύμια <i>Ὀφρυάδας</i>, <i>Ὄφρυλλος</i> και πιθ. στο μυκηναϊκό <i>reukoroopu</i><sub>2</sub><i>ru</i> = <i>Λευκό</i>-<i>οφρυς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οφρυάζω]], [[οφρυαία]], [[οφρυγνά]], [[οφρύη]], [[οφρυόεις]], [[οφρυούμαι]], [[οφρυώ]], [[οφρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>οφρύδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>οφρυανασπίδης</i>, [[οφρύκνηστον]], [[οφρυόσκιος]]. (Β' συνθετικό) [[λεύκοφρυς]], [[σύνοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντόφρυς</i>, [[δάσοφρυς]], <i>ένοφρυς</i>, [[εύοφρυς]], [[ίσοφρυς]], [[κυάνοφρυς]], [[λασίοφρυς]], [[λυκόφρυς]], [[μελάνοφρυς]], <i>μεσόφρυς</i>, [[μίξοφρυς]], [[υπέροφρυς]], [[χρύσοφρυς]].
|mltxt=η (Α [[ὀφρῦς]] και [[ὀφρύς]])<br /><b>1.</b> το [[έπαρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από την οφθαλμική [[κόγχη]] [[μαζί]] με το τοξοειδές τριχωτό [[δέρμα]] που το καλύπτει, το [[φρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οφρύς]] λόφου [ή όρους]» — το [[χείλος]] γκρεμού, και, γενικά, το [[κράσπεδο]] οποιουδήποτε υψώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τοπογρ.)</b> η χαρακτηριστική [[καμπύλη]] ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο [[μέρος]] του, δηλ. την [[κορυφή]], από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] [[μέχρι]] τις υπώρειες<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[νέφος]] με σκούρο [[χρώμα]] που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή [[καταιγίδα]]<br /><b>4.</b> <b>ωκεαν.</b> η [[γραμμή]] στην οποία περατώνεται [[προς]] τα [[επάνω]] η [[χαίτη]] [[κάθε]] κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]] του<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ορχιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφρόνηση]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>2.</b> [[κρηπίδωμα]], [[ανάχωμα]] («ὀφρὺς [[ἀπότομος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῦ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[παραλία]] («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>6.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>7.</b> [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[μαζί]] με το ρ. [[νεύω]] προκειμένου να δηλωθεί [[συναίσθημα]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή [[συναίνεση]] σχετικά με κάποιο [[συμβάν]] (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῦμεν [[δεινά]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, [[ηρεμώ]] ή [[αποκτώ]] χαρούμενη [[έκφραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀφρύς]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ū</i>- «[[φρύδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ū</i><i>h</i>, αρχ. ιρλδ. <i>forbru</i>, αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ū</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brow</i>, γερμ. <i>Braue</i>), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>brŭvi</i>, λιθουαν. <i>bruvis</i>, αρχ. νορβ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i>, αβεστ. <i>brvat</i>-, μακεδονικό <i>ἀβροῦτες</i><br />[[ὀφρῦς]]). Το αρκτικό ὀτου τ. [[ὀφρύς]] αποτελεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], προθεματικό [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>ἀβροῦτες</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η οποία στηρίζεται στην [[παρουσία]] σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. [[eyebrow]], γερμ. [[Αugebrauen]]), η λ. [[ὀφρύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀπφρυς</i>) [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ὀπ</i> του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> <i>όμμα</i>). Η λ. [[ὀφρύς]] απαντά στα ανθρωπωνύμια <i>Ὀφρυάδας</i>, <i>Ὄφρυλλος</i> και πιθ. στο μυκηναϊκό <i>reukoroopu</i><sub>2</sub><i>ru</i> = <i>Λευκό</i>-<i>οφρυς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οφρυάζω]], [[οφρυαία]], [[οφρυγνά]], [[οφρύη]], [[οφρυόεις]], [[οφρυούμαι]], [[οφρυώ]], [[οφρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>οφρύδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ὀφρυανασπασίδης]], [[ὀφρύκνηστον]], [[ὀφρυόσκιος]]. (Β' συνθετικό) [[λεύκοφρυς]], [[σύνοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀντόφρυς]], [[δάσοφρυς]], [[ἔνοφρυς]], [[εύοφρυς]], [[ίσοφρυς]], [[κυάνοφρυς]], [[λασίοφρυς]], [[λυκόφρυς]], [[μελάνοφρυς]], [[μέσοφρυς]], [[μίξοφρυς]], [[υπέροφρυς]], [[χρύσοφρυς]].
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὀφρύς:''' ύος ἡ (в nom. и acc. sing. ῡ) (acc. ὀφρύν - поздн. [[ὀφρύα]]; acc. pl. ὀφρύας и [[ὀφρῦς]])<br /><b class="num">1)</b> бровь: τὰς [[ὀφρῦς]] ξυνάγειν Arph. нахмурить брови, насупиться; τὰς [[ὀφρῦς]] ἐπαίρειν Eur. (тж. ἀνασπᾶν Arph. или ἀνατείνειν Luc.) высокомерно поднимать брови; τὰς [[ὀφρῦς]] καταβάλλειν, λύειν или μεθιέναι Eur. разглаживать брови, прояснять чело; ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Pind. весело смеяться;<br /><b class="num">2)</b> важность, торжественность: ῥήματα [[ὀφρῦς]] ἔχοντα Arph. высокопарные слова;<br /><b class="num">3)</b> гордыня, спесь (ἡ ὀ. καὶ ὁ [[τῦφος]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> приподнятый край, гребень или круча (αἱ [[ὀφρῦς]] τῶν λόφων Polyb.): ἐπ᾽ ὀφρύσι Καλλικολώνης Hom. на склонах Калликолоны; ἡ ὀ. τοῦ ποταμοῦ Polyb. высокий берег реки.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> the [[brow]], eyebrow, Lat. [[supercilium]], [[mostly]] in pl., the brows, Hom.; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], i. e. ἐπένευσε ὀφρύσι, nodded [[assent]], Il.; ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ made a [[sign]] not to do, Od.: used in phrases to [[denote]] [[grief]], [[scorn]], [[pride]], τὰς [[ὀφρῦς]] ἀνασπᾶν Ar.; [[ὀφρῦς]] ἐπαίρειν Eur., etc.; τὰς [[ὀφρῦς]] συνάγειν to [[knit]] the brows, [[frown]], Ar.:—on the [[other]] [[hand]], καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς [[ὀφρῦς]] to let down or unknit the [[brow]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[ὀφρύς]] [[alone]], like Lat. [[supercilium]], [[scorn]], [[pride]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> the [[brow]] of a [[hill]], a [[beetling]] [[crag]], Il., etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> the [[brow]], eyebrow, Lat. [[supercilium]], [[mostly]] in pl., the brows, Hom.; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], i. e. ἐπένευσε ὀφρύσι, nodded [[assent]], Il.; ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ made a [[sign]] not to do, Od.: used in phrases to [[denote]] [[grief]], [[scorn]], [[pride]], τὰς [[ὀφρῦς]] ἀνασπᾶν Ar.; [[ὀφρῦς]] ἐπαίρειν Eur., etc.; τὰς [[ὀφρῦς]] συνάγειν to [[knit]] the brows, [[frown]], Ar.:—on the [[other]] [[hand]], καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς [[ὀφρῦς]] to let [[down]] or unknit the [[brow]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[ὀφρύς]] [[alone]], like Lat. [[supercilium]], [[scorn]], [[pride]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> the [[brow]] of a [[hill]], a [[beetling]] [[crag]], Il., etc.
|mantxt=-ύος ἡ (=[[φρύδι]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό ἰαπετ. ρίζα πού σημαίνει [[ὄχθη]], [[χεῖλος]] μέ τό ὀ προθεματικό, πρβ. ἀγγλ. [[brow]] = [[ὀφρύς]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀφρυάζω]] (=κάνω [[νεῦμα]] μέ τά φρύδια), [[ὀφρυόεις]] (=[[ἀπόκρημνος]]), [[ὀφρυώδης]], [[ὀφρύη]] (=[[βράχος]]).
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{trml
|woodrun=[[brow]]
|trtx=Afrikaans: wenkbrou; Albanian: vetull; Arabic: حَاجِب‎; Egyptian Arabic: حاجب‎; Aragonese: cella, zella; Armenian: ունք, հոնք; Aromanian: sprindzeanã, sufrãmtseauã, dzeanã; Assamese: চেলাউৰি; Asturian: ceya; Azerbaijani: qaş; Bakhtiari: برگ‎; Baluchi: بروان‎; Bashkir: ҡаш; Basque: bekain; Bau Bidayuh: koning; Belarusian: брыво́; Bengali: ভুরু; Bikol Central: kiray; Bulgarian: ве́жда; Burmese: မျက်ခုံး; Catalan: cella; Cebuano: kilay; Central Dusun: kudou; Central Melanau: likau; Chinese Cantonese: 眼眉, 眼眉毛; Mandarin: 眉毛, 眼眉; Chuvash: куҫ; Classical Nahuatl: īxcuahmōlli; Coptic: ⲙⲉϫⲉⲛϩ; Cornish: abrans; Corsican: sopracigliu; Crimean Tatar: qaş; Czech: obočí; Dalmatian: čeja; Danish: øjenbryn; Dhivehi: އައިބްރޯ‎; Dupaningan Agta: kiray; Dutch: wenkbrauw; Elfdalian: ogenbråin; Esperanto: brovo; Estonian: kulmud; Faroese: eygnabrún, eygnabrúgv; Finnish: silmäkulma, kulma, kulmakarvat; French: sourcil; Friulian: cee, sorecee; Galician: sobrecella; Georgian: წარბი; German: Braue, Augenbraue; Alemannic German: [[Augbraame]]; Greek: [[φρύδι]]; Ancient Greek: [[ὀφρύς]]; Greenlandic: qallu; Guaraní: tyvyta; Hebrew: גַּבָּה‎; Hindi: अब्रू, भव; Hungarian: szemöldök; Icelandic: augabrún; Ido: brovo; Indonesian: alis; Inuktitut: ᖃᓪᓗ; Iranun: kirai; Irish: mala, fabhra; Italian: sopracciglio; Japanese: まゆ, 眉, まゆ毛, 眉毛; Kalmyk: күмсг; Kazakh: қас; Khmer: ចិញ្ចើម; Kimaragang: kudou; Korean: 눈썹; Kurdish Central Kurdish: بِرۆ‎; Northern Kurdish: birû; Kyrgyz: каш; Lao: ຄິ້ວ; Latgalian: izacs; Latin: [[supercilium]]; Latvian: uzacs; Lezgi: рацӏан; Lithuanian: antakis; Lotud: kudou, kiar; Luxembourgish: Aperhoer; Macedonian: веѓа; Malay: kening, bulu kening, alis, kirai; Maltese: ħaġeb; Manchu: ᡶᠠᡳᡨᠠᠨ; Manx: mollee; Maori: pewa; Mazanderani: بلفه‎; Meriam: iraw; Mongolian: хөмсөг; Navajo: anátʼéézh, anátsʼiin; Nepali: आँखीभौं; Ngazidja Comorian: nɗazi; Norman: soucile; Norwegian Bokmål: øyebryn, øyenbryn; Nynorsk: augebryn, augnebryn, augebrun, augnebrun; Occitan: ussa; Old Church Slavonic Cyrillic: брꙑ; Old English: oferbrū; Ossetian: ӕрфуг, ӕрфыг; Ottoman Turkish: ابرو‎, حاجب‎, قاش‎; Pashto: وروځه‎; Persian: ابرو‎, برو‎; Polish: brew; Portuguese: sobrancelha; Romanian: sprânceană, arcadă; Romansch: survantscheglia; Rungus: sambakon; Russian: бровь; Sabah Bisaya: kirai; Sami Inari: čalmekulme; Northern: gulbmi, gulbmeguolga; Skolt: čâʹlmmkuʹlmm; Southern: haermie; Sardinian: chíciu, cígiu; Scottish Gaelic: mala; Sebop: likau; Serbo-Croatian Cyrillic: обрва, веђа; Roman: obrva, veđa; Sicilian: supraccigghiu; Slovak: obočie; Slovene: obrv; Sorbian Lower Sorbian: wobwóco, wobwócyjo; Upper Sorbian: brjowka; Southern Altai: каш; Spanish: ceja; Swedish: ögonbryn; Tagal Murut: kurou; Tagalog: kilay; Tajik: абрӯ; Tamil: புருவம்; Tatar: каш; Telugu: కనుబొమ; Thai: ภมุ, คิ้ว; Tibetan: མིག་སྤུ; Timugon Murut: ruru; Tiwi: alangarrika, alangurrupwanga; Tocharian A: pärwāṃ; Tocharian B: pärwāne; Tok Pisin: gras bilong ai; Turkish: kaş; Turkmen: gaaş; Tuvan: хавак кирбии; Ukrainian: бро́ва; Urdu: ابرو‎; Uyghur: قاش‎; Uzbek: qosh; Vietnamese: lông mày; Volapük: logabob; Waray-Waray: kiray; Welsh: ael, aeliau; West Coast Bajau: kirei; West Frisian: eachbrau, winkbrau, wynbrau; White Winnebago: ceexahį; Yakut: хаас; Yiddish: ברעם‎; Zazaki: birwe; Zhuang: bwnda
===[[escarpment]]===
Estonian: järsakkaljusein, eskarp; Finnish: eskarppi, kallioseinämä; French: [[escarpement]]; Galician: escarpa; German: [[Steilhang]], [[Böschung]], [[Abhang]]; Greek: [[γκρεμός]], [[κρημνός]], [[βάραθρο]]; Ancient Greek: [[ἀκροτομία]], [[κρημνός]], [[ὀφρύς]], [[ὀφρῦς]]; Irish: scairp; Macedonian: косина; Russian: [[откос]]; Spanish: [[escarpadura]], [[escarpa]], [[escarpe]]; Welsh: tarren, sgarp
}}
}}
==Translations==
Afrikaans: wenkbrou; Albanian: vetull; Arabic: حَاجِب‎; Egyptian Arabic: حاجب‎; Aragonese: cella, zella; Armenian: ունք, հոնք; Aromanian: sprindzeanã, sufrãmtseauã, dzeanã; Assamese: চেলাউৰি; Asturian: ceya; Azerbaijani: qaş; Bakhtiari: برگ‎; Baluchi: بروان‎; Bashkir: ҡаш; Basque: bekain; Bau Bidayuh: koning; Belarusian: брыво́; Bengali: ভুরু; Bikol Central: kiray; Bulgarian: ве́жда; Burmese: မျက်ခုံး; Catalan: cella; Cebuano: kilay; Central Dusun: kudou; Central Melanau: likau; Chinese Cantonese: 眼眉, 眼眉毛; Mandarin: 眉毛, 眼眉; Chuvash: куҫ; Classical Nahuatl: īxcuahmōlli; Coptic: ⲙⲉϫⲉⲛϩ; Cornish: abrans; Corsican: sopracigliu; Crimean Tatar: qaş; Czech: obočí; Dalmatian: čeja; Danish: øjenbryn; Dhivehi: އައިބްރޯ‎; Dupaningan Agta: kiray; Dutch: wenkbrauw; Elfdalian: ogenbråin; Esperanto: brovo; Estonian: kulmud; Faroese: eygnabrún, eygnabrúgv; Finnish: silmäkulma, kulma, kulmakarvat; French: sourcil; Friulian: cee, sorecee; Galician: sobrecella; Georgian: წარბი; German: Braue, Augenbraue; Alemannic German: [[Augbraame]]; Greek: [[φρύδι]]; Ancient Greek: [[ὀφρύς]]; Greenlandic: qallu; Guaraní: tyvyta; Hebrew: גַּבָּה‎; Hindi: अब्रू, भव; Hungarian: szemöldök; Icelandic: augabrún; Ido: brovo; Indonesian: alis; Inuktitut: ᖃᓪᓗ; Iranun: kirai; Irish: mala, fabhra; Italian: sopracciglio; Japanese: まゆ, 眉, まゆ毛, 眉毛; Kalmyk: күмсг; Kazakh: қас; Khmer: ចិញ្ចើម; Kimaragang: kudou; Korean: 눈썹; Kurdish Central Kurdish: بِرۆ‎; Northern Kurdish: birû; Kyrgyz: каш; Lao: ຄິ້ວ; Latgalian: izacs; Latin: [[supercilium]]; Latvian: uzacs; Lezgi: рацӏан; Lithuanian: antakis; Lotud: kudou, kiar; Luxembourgish: Aperhoer; Macedonian: веѓа; Malay: kening, bulu kening, alis, kirai; Maltese: ħaġeb; Manchu: ᡶᠠᡳᡨᠠᠨ; Manx: mollee; Maori: pewa; Mazanderani: بلفه‎; Meriam: iraw; Mongolian: хөмсөг; Navajo: anátʼéézh, anátsʼiin; Nepali: आँखीभौं; Ngazidja Comorian: nɗazi; Norman: soucile; Norwegian Bokmål: øyebryn, øyenbryn; Nynorsk: augebryn, augnebryn, augebrun, augnebrun; Occitan: ussa; Old Church Slavonic Cyrillic: брꙑ; Old English: oferbrū; Ossetian: ӕрфуг, ӕрфыг; Ottoman Turkish: ابرو‎, حاجب‎, قاش‎; Pashto: وروځه‎; Persian: ابرو‎, برو‎; Polish: brew; Portuguese: sobrancelha; Romanian: sprânceană, arcadă; Romansch: survantscheglia; Rungus: sambakon; Russian: бровь; Sabah Bisaya: kirai; Sami Inari: čalmekulme; Northern: gulbmi, gulbmeguolga; Skolt: čâʹlmmkuʹlmm; Southern: haermie; Sardinian: chíciu, cígiu; Scottish Gaelic: mala; Sebop: likau; Serbo-Croatian Cyrillic: обрва, веђа; Roman: obrva, veđa; Sicilian: supraccigghiu; Slovak: obočie; Slovene: obrv; Sorbian Lower Sorbian: wobwóco, wobwócyjo; Upper Sorbian: brjowka; Southern Altai: каш; Spanish: ceja; Swedish: ögonbryn; Tagal Murut: kurou; Tagalog: kilay; Tajik: абрӯ; Tamil: புருவம்; Tatar: каш; Telugu: కనుబొమ; Thai: ภมุ, คิ้ว; Tibetan: མིག་སྤུ; Timugon Murut: ruru; Tiwi: alangarrika, alangurrupwanga; Tocharian A: pärwāṃ; Tocharian B: pärwāne; Tok Pisin: gras bilong ai; Turkish: kaş; Turkmen: gaaş; Tuvan: хавак кирбии; Ukrainian: бро́ва; Urdu: ابرو‎; Uyghur: قاش‎; Uzbek: qosh; Vietnamese: lông mày; Volapük: logabob; Waray-Waray: kiray; Welsh: ael, aeliau; West Coast Bajau: kirei; West Frisian: eachbrau, winkbrau, wynbrau; White Winnebago: ceexahį; Yakut: хаас; Yiddish: ברעם‎; Zazaki: birwe; Zhuang: bwnda