3,270,558
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίχλη''': ῐ φύσει, ἡ, | |lstext='''κίχλη''': ῐ φύσει, ἡ, «[[τσίχλα]]», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς [[τρία]] εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. [[κιχήλα]], Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] labrus, κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |