3,277,002
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτάομαι''': Ἰων. [[κτέομαι]] Ἡρόδ. 8. 112., 3, 98: ― μέλλ. κτήσομαι Τραγ., Ἀττ. πεζογρ.· [[ὡσαύτως]] κεκτήσομαι Αἰσχύλ. Θήβ. 1017, Εὐρ. Βάκχ. 514, Πλάτ. Γοργ. 467Α· (ἐκτήσομαι ἐν Λάχ. 192Ε)· ― ἀόρ. ἐκτησάμην, Ἐπικ. κτ-, Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. κέκτημαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 435, Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ἔκτημαι Ἰλ. Ι. 402, Ἡρόδ., Αἰσχύλ. Πρ. 795, Ἀνδοκ. 28. 12, καὶ [[ἐνίοτε]] παρὰ Πλάτ. (κεκτήμεθα καὶ ἐκτῆσθαι, κεῖνται οὐ μακρὰν [[ἀλλήλων]] ἐν Πολ. 505Β)· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκτέαται Ἡρόδ. 2. 44., 4. 23· ὑποτακτ. κέκτωμαι Ἰσοκρ. 37Α, Πλάτ., κτλ.· εὐκτ. κεκτῄμην, ῇο, ῇτο, Πλάτ. Νόμ. 731C, 742Ε, ἢ κεκτῴμην Εὐρ. | |lstext='''κτάομαι''': Ἰων. [[κτέομαι]] Ἡρόδ. 8. 112., 3, 98: ― μέλλ. κτήσομαι Τραγ., Ἀττ. πεζογρ.· [[ὡσαύτως]] κεκτήσομαι Αἰσχύλ. Θήβ. 1017, Εὐρ. Βάκχ. 514, Πλάτ. Γοργ. 467Α· (ἐκτήσομαι ἐν Λάχ. 192Ε)· ― ἀόρ. ἐκτησάμην, Ἐπικ. κτ-, Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. κέκτημαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 435, Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ἔκτημαι Ἰλ. Ι. 402, Ἡρόδ., Αἰσχύλ. Πρ. 795, Ἀνδοκ. 28. 12, καὶ [[ἐνίοτε]] παρὰ Πλάτ. (κεκτήμεθα καὶ ἐκτῆσθαι, κεῖνται οὐ μακρὰν [[ἀλλήλων]] ἐν Πολ. 505Β)· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκτέαται Ἡρόδ. 2. 44., 4. 23· ὑποτακτ. κέκτωμαι Ἰσοκρ. 37Α, Πλάτ., κτλ.· εὐκτ. κεκτῄμην, ῇο, ῇτο, Πλάτ. Νόμ. 731C, 742Ε, ἢ κεκτῴμην Εὐρ. Ἡρακλ. 282· ὑπερσ. ἐκεκτήμην Ἀνδοκ. 10. 19., 34. 29, Λυσ., κτλ., ποιητ. κεκτήμην Εὐρ. Ι. Α. 404· Ἰων. γ΄ πληθ. [[ἐκτέατο]] Ἡρόδ. 2. 108· ― περὶ τοῦ μέλλ. καὶ παθ. ἀορ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. Ἀποθ. ([[ὅθεν]] [[κτέανον]], [[κτεατίζω]], κτλ.· πρβλ. [[κτίζω]]). Ι) ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., μέλλ. καὶ ἀορ., Ι) ἀποκτῶ δι᾿ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] εἰς τὴν κατοχὴν μου, πορίζομαι, [[κερδίζω]], [[προμηθεύομαι]], κτήμασι τέρπεσθαι τὰ [[γέρων]] ἐκτήσατο Πηλεὺς Ἰλ. Ι. 400, κτλ.· [[οἰκῆας]] Ὀδ. Ξ. 4· γῆν Αἰσχύλ. Εὐμ. 289, πρβλ. Πέρσ. 770· ἐπὶ ἵππων, [[κερδίζω]] (ὡς [[βραβεῖον]]), Πινδ. Ν. 9. 124· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔκ τινος πράγματος, Ἡρόδ. 8. 106· ἀποκτῶ, [[κερδίζω]] τὴν εὔνοιάν τινος, κ. τ. τ., [[χάριν]] ἀπό τινος Σοφ. Τρ. 471· ἔκ τινος Φιλ. 1370· [[παρά]] τινος Ξεν. Συμπ. 4, 43· τὴν εὔνοιαν τὴν [[παρά]] τινος Ἰσοκρ. 95Ε, πρβλ. Σοφ. Φ. 1281· κ. φίλους, ἑταίρους ὁ αὐτ. Αἴ. 1360, Εὐρ. Ορ. 804· κτήσασθαι παῖδας ἐκ γυναικὸς Εὐρ. Ι. Τ. 696, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1499· παῖδας ἐς δόμους κτᾶσθαι Εὐρ. Ἀποσπ. 494, πρβλ. Ἱκέτ. 225· [[πολλάκις]] δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον [[εἶναι]] Δημ. 16. 4. β) ἐπὶ κακῶν καὶ δυστυχημάτων, [[ἐπισύρω]] κατ᾿ [[ἐμαυτοῦ]], αὑτῷ θάνατον Σοφ. Αἴ. 968· [[ὑποπίπτω]] εἴς τι, ὀργὴν θεᾶς [[αὐτόθι]] 777· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1004· ξυμφορὰς Εὐρ. Ὀρ. 543 ἔχθραν [[πρός]] τινα Θουκ. 1. 42· δυσσέβειαν κτ., ἀποκτῶ φήμην ἀσεβείας, Σοφ. Ἀντ. 924 (πρβλ. ῥαθυμία)· κακὸν λόγον [[πρός]] τινος Εὐρ. Ἡρακλ. 167. γ) κ. τινὰ πολέμιον, [[κάμνω]] τινὰ ἐχθρόν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 17. 2) [[πορίζω]], ἀποκτῶ δι᾿ ἕτερον, ἐμοὶ δ᾿ ἐκτήσατο [[κεῖνος]] Ὀδ. Υ. 265· μέγαν τέκνου πλοῦτον ἐκτήσω Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 15, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. μετὰ μέλλ. κεκτήσομαι, ἔχω ἀποκτήσῃ, δηλ. ἔχω, [[κατέχω]], ἔχω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου (ἀντίθετ. τῷ χρῆσθαι, Πλάτ. Εὐθύδ. 280D), οὐδ᾿ ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Ἰλ. Ι. 402· ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Ἡρόδ. 1. 155· στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι ὁ αὐτ. 7. 161· κοινὸν ὄμμ᾿ ἐκτημέναι Αἰσχύλ. Πρ. 795· φωνὴν βάρβαρον κεκτ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1051· κεκτ. τινὰ σύμμαχον Εὐρ. Βάκχ. 1343· κ. [[κάλλος]], ἀρετήν, τέχνην, κτλ., Ξεν. Πλάτ., κτλ.· [[ἐνίοτε]] καὶ κατ᾿ ἀόρ., ἀγορὰς κτησάμενοι ὠνῇ τε καὶ πρήσει χρέωνται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. 8. 105, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 274· ― ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἐνεστ. καὶ πρκμ. φαίνεται σαφῶς ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, ἃ χρήματα καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους... ποιεῖ ζῆν. β) ἐπὶ κακῶν, κεκτ. [[ἄγος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 1017· κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 272· φθόνον Πλάτ. Νόμ. 870C· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ἔχω, ἔχων τε καὶ κεκτημένος... κακά, δηλ. τὰ μὲν πρὸ χειρῶν τὰ δὲ ἐν δόμοις, Σοφ. Ἀντ. 1278· ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ [[ψεῦδος]] Πλάτ. Πολ. 382Β, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Θεαίτ. 199Α. 2) ὁ κεκτημένος, [[κάτοχος]], [[κύριος]] ([[κυρίως]] δούλων), ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐμοῦ κ. Σοφ. Φιλ. 778, Ἀριστοφ. Πλ. 4, κτλ.· οἱ κεκτ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 336 ἐπὶ τοῦ συζύγου γυναικός, Εὐρ. Ι. Α. 715· ἡ κεκτημένη, ἡ [[κυρία]] μου, Σοφ. Ἀποσπ. 700, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1126, ἴδε Meineke εἰς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Σατύροις» 6. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ παθ. ἐκτήθην, ἐπὶ παθητ. σημασίας, ἃ ἐκτήθη Θουκ. 1. 123., 2. 36· [[δουλόσυνος]] κτηθεῖσα Εὐρ. Ἑκ. 449· οὕτω Διον. Ἁλ. 10. 27, κτλ.· οὕτω μέλλ. κτηθήσομαι Ἑβδ. (Ἱερ. ΛΘ΄, σπανιώτερον τὸ τοιοῦτον ἐν τῷ πρκμ. κέκτημαι, Πλάτ. Νόμ. 905Α· ― οὕτω δὲ καὶ ὁ ἐνεστὼς ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν., Schäf Σχολ. Παρ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |