λιγύς: Difference between revisions

8 bytes removed ,  14 January 2022
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγύς''': λίγεια (οὐχὶ λιγεῖα, Ἀρκάδ. σ. 95, 2), Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ· - ὡς τὸ [[λιγυρός]], [[εὐκρινής]], συριστικός, [[ὀξύς]], λιγέων ἀνέμων αἰψηρὰ κέλευθα Ἰλ. Ξ. 17· ὦρτο δ’ ἐπὶ λ. [[οὖρος]] Ὀδ. Γ. 176, πρβλ. Δ. 357· συχνότερον ἐπὶ εὐκρινοῦς, καθαροῦ, εὐαρέστου, ἡδέος ἤχου, = [[εὔηχος]], φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν Ἰλ. Ι. 186, Ὀδ. Θ. 67, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐνάρθρων ἤχων, = [[καλλίφωνος]], ἔχων καθαρὰν φωνήν, [[Μοῦσα]] λίγεια Ω. 62, Ἀλκμὰν 1, πρβλ. 7· λ. [[ἀγορητής]], συνεχῶς ἐν Ἰλ. ὡς ἐπίθετον τοῦ Νέστορος· [[ὡσαύτως]] τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 246· ἐπέων [[οἶμος]] λιγὺς Πινδ. Ο. 9. 72· - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., λιγέως ἀγορεύειν Ἰλ. Γ. 214· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], λιγέως κλαίειν, θρηνῶ ὀξυφώνως, Τ. 5, Ὀδ. Λ. 391· ἰάχειν Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 234· [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι [[αὐτόθι]] 206· λιγὺ ἢ λιγέα κλάζειν Μόσχ. 4. 24, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 1299· - μετὰ τὸν Ἡσίοδ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λυπηρῶν ἤχων, ὡς ἀείποτε παρ’ Αἰσχύλῳ, λ. κωκύματα Πέρσ. 332· κἀνακωκύσας λιγὺ [[αὐτόθι]] 468· λ. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 112· καὶ ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀγ. 1146, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 671· λ. [[λωτὸς]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 892, πρβλ. Μόσχ. 2. 98· - Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πλάτ. Φαίδρ. 237Α· πρβλ. [[λιγυρός]].
|lstext='''λῐγύς''': λίγεια (οὐχὶ λιγεῖα, Ἀρκάδ. σ. 95, 2), Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ· - ὡς τὸ [[λιγυρός]], [[εὐκρινής]], συριστικός, [[ὀξύς]], λιγέων ἀνέμων αἰψηρὰ κέλευθα Ἰλ. Ξ. 17· ὦρτο δ’ ἐπὶ λ. [[οὖρος]] Ὀδ. Γ. 176, πρβλ. Δ. 357· συχνότερον ἐπὶ εὐκρινοῦς, καθαροῦ, εὐαρέστου, ἡδέος ἤχου, = [[εὔηχος]], φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν Ἰλ. Ι. 186, Ὀδ. Θ. 67, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐνάρθρων ἤχων, = [[καλλίφωνος]], ἔχων καθαρὰν φωνήν, [[Μοῦσα]] λίγεια Ω. 62, Ἀλκμὰν 1, πρβλ. 7· λ. [[ἀγορητής]], συνεχῶς ἐν Ἰλ. ὡς ἐπίθετον τοῦ Νέστορος· [[ὡσαύτως]] τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 246· ἐπέων [[οἶμος]] λιγὺς Πινδ. Ο. 9. 72· - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., λιγέως ἀγορεύειν Ἰλ. Γ. 214· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], λιγέως κλαίειν, θρηνῶ ὀξυφώνως, Τ. 5, Ὀδ. Λ. 391· ἰάχειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 234· [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι [[αὐτόθι]] 206· λιγὺ ἢ λιγέα κλάζειν Μόσχ. 4. 24, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 1299· - μετὰ τὸν Ἡσίοδ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λυπηρῶν ἤχων, ὡς ἀείποτε παρ’ Αἰσχύλῳ, λ. κωκύματα Πέρσ. 332· κἀνακωκύσας λιγὺ [[αὐτόθι]] 468· λ. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 112· καὶ ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀγ. 1146, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 671· λ. [[λωτὸς]] Εὐρ. Ἡρακλ. 892, πρβλ. Μόσχ. 2. 98· - Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πλάτ. Φαίδρ. 237Α· πρβλ. [[λιγυρός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly