σκότος: Difference between revisions

m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκότος''': -ου, ὁ, σπανιώτερον [[σκότος]], εος, τό, ἴδε ἐν τέλ.· ([[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[σκιά]])· - «σκοτάδι», [[ἔλλειψις]] φωτός, γνόφος, Ὀδ. Τ. 389, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ [[φάος]], Αἰσχύλ. Χο. 320, Σοφ. Αἴ. 394, κτλ.· τῷ [[ἡμέρα]], Πλάτ. Ὅροι 411Β. 2) ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ σκότους τοῦ θανάτου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, τὸν δὲ [[σκότος]] [[ὄσσε]] κάλυψεν Δ. 461, Ζ. 11, κ. ἀλλ.· στυγερὸς δ’ ἄρα μιν [[σκότος]] εἷλεν Ε. 47, Ν. 672· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, π.χ., σκότῳ θανεῖν Εὐρ. Ἱππ. 837· ἤδη με περιβάλει σκ., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1453· σκ. γίγνεται Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· σκότον [[εἶναι]] τεθνηκότος (ἐξυπακ. Αἰσχύλου) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 565. 3) [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Πινδ. Ἀποσπ. 95· σκότον νέμονται Τάρταρόν τε Αἰσχύλ. Εὐμ. 72, πρβλ. Πέρσ. 223· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] Σοφ. Ο. Κ. 1701· παῖδες ἀρχαίου σκότου [[αὐτόθι]] 106· ἰὼ σκ., ἐμὸν [[φάος]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 394· γῆς σκότῳ κέκρυπται Εὐρ. Ἑλ. 62, πρβλ. Ἱππ. 837· σκότου πύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1. 4) τὸ [[σκότος]] τῆς μήτρας, φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664· ἐν τῷ πληθ., ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 665. 5) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τυφλότητος, σκότου [[νέφος]] Σοφ. Ο. Τ. 1313· ὁθούνεκ’.. ἐν σκότῳ.. ὀψοίατο, ὅ ἐστιν, [[οὐκέτι]] ὀψοίατο, [[αὐτόθι]] 1273· βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ’, [[ἔπειτα]] δὲ σκότον, ὅ ἐστι, μηνέν, [[αὐτόθι]] 419· σκότον δεδορκὼς Εὐρ. Φοίν. 377, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 563· - [[ὡσαύτως]], [[ζάλη]], [[σκοτασμός]], [[ἴλιγγος]], vertigo, Ἱππ. 1149Β· σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 3· πρβλ. [[σκοτόδινος]], -ιάω. 6) μεταφορ., σκότῳ κρύπτειν, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου nocte premere, κρύπτομαι ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Ἠλ. 1396, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 171. 5., 252· ἀντίθετον τῷ σκότον ἔχειν, εἶμαι ἐν τῷ σκότει, ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 19, Εὐρ. Ἀποσπ. 1039. 8· [[ἀπορία]] καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 837Α· καὶ περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον Εὐρ. Ἴων 1522· οὕτω μετὰ προθέσεων, διὰ σκότους ἐστί, [[εἶναι]] σκοτεινόν, ἀσαφές, ἀβέβαιον, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 9· ἐν σκ. καθήμενος Πινδ. Ο. 1. 134· ἐν σκ. τεχνᾶσθαι Σοφ. Ἀντ. 494· κατὰ σκότον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 578· ὑπὸ σκότου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 692, Εὐρ. Ὀρ. 1457, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· ὑπὸ σκότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1030, Εὐρ. Φοίν. 1214. 7) ἐπὶ προσώπου, Μητρότιμος ὁ σκ., ὡς τὸ ὁ [[σκοτεινός]], ὁ [[μυστηριώδης]], διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 112· - [[ὡσαύτως]], [[σκότος]], δηλ. [[ἄγνοια]], Δημ. 411. 25· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἀπάτη]], [[δόλος]], σκ. καὶ [[ἀπάτη]] Πλάτ. Νόμ. 864C. 8) τὸ σκοτεινὸν [[μέρος]] ἢ ἡ σκιὰ εἰκόνος, Εὐστ. 953. 51, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀπεσκοτωμένα. - Ὑπάρχει ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] καὶ οὐδέτ. [[σκότος]], ἂν καὶ ὁ Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1390. 56 ἐθεώρει τὸν ἀρσενικὸν τύπον ὡς Ἀττικόν· τὸ οὐδέτερον [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, εἰ καὶ εὕρηται [[ἐνιαχοῦ]] παρ’ αὐτοῖς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡς διαφ. γραφ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Σοφ. Ο. Κ. 40, Εὐρ. Ἑκάβ. 831, [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 563, 1159, Ἀποσπ. 538· εὕρηται [[ὅμως]] [[ἄνευ]] ἑτέρας γραφῆς ἐν τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων, Πλάτ. Πολ. 516Ε, Κρατ. 418C, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 9., 7. 4, 18, Δημ. 281. 3, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἡροδ. 2. 121, 5.
|lstext='''σκότος''': -ου, ὁ, σπανιώτερον [[σκότος]], εος, τό, ἴδε ἐν τέλ.· ([[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[σκιά]])· - «σκοτάδι», [[ἔλλειψις]] φωτός, γνόφος, Ὀδ. Τ. 389, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ [[φάος]], Αἰσχύλ. Χο. 320, Σοφ. Αἴ. 394, κτλ.· τῷ [[ἡμέρα]], Πλάτ. Ὅροι 411Β. 2) ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ σκότους τοῦ θανάτου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, τὸν δὲ [[σκότος]] [[ὄσσε]] κάλυψεν Δ. 461, Ζ. 11, κ. ἀλλ.· στυγερὸς δ’ ἄρα μιν [[σκότος]] εἷλεν Ε. 47, Ν. 672· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, π.χ., σκότῳ θανεῖν Εὐρ. Ἱππ. 837· ἤδη με περιβάλει σκ., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1453· σκ. γίγνεται Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· σκότον [[εἶναι]] τεθνηκότος (ἐξυπακ. Αἰσχύλου) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 565. 3) [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Πινδ. Ἀποσπ. 95· σκότον νέμονται Τάρταρόν τε Αἰσχύλ. Εὐμ. 72, πρβλ. Πέρσ. 223· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] Σοφ. Ο. Κ. 1701· παῖδες ἀρχαίου σκότου [[αὐτόθι]] 106· ἰὼ σκ., ἐμὸν [[φάος]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 394· γῆς σκότῳ κέκρυπται Εὐρ. Ἑλ. 62, πρβλ. Ἱππ. 837· σκότου πύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1. 4) τὸ [[σκότος]] τῆς μήτρας, φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664· ἐν τῷ πληθ., ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 665. 5) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τυφλότητος, σκότου [[νέφος]] Σοφ. Ο. Τ. 1313· ὁθούνεκ’.. ἐν σκότῳ.. ὀψοίατο, ὅ ἐστιν, [[οὐκέτι]] ὀψοίατο, [[αὐτόθι]] 1273· βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ’, [[ἔπειτα]] δὲ σκότον, ὅ ἐστι, μηνέν, [[αὐτόθι]] 419· σκότον δεδορκὼς Εὐρ. Φοίν. 377, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 563· - [[ὡσαύτως]], [[ζάλη]], [[σκοτασμός]], [[ἴλιγγος]], vertigo, Ἱππ. 1149Β· σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 3· πρβλ. [[σκοτόδινος]], -ιάω. 6) μεταφορ., σκότῳ κρύπτειν, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου nocte premere, κρύπτομαι ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Ἠλ. 1396, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 171. 5., 252· ἀντίθετον τῷ σκότον ἔχειν, εἶμαι ἐν τῷ σκότει, ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 19, Εὐρ. Ἀποσπ. 1039. 8· [[ἀπορία]] καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 837Α· καὶ περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον Εὐρ. Ἴων 1522· οὕτω μετὰ προθέσεων, διὰ σκότους ἐστί, [[εἶναι]] σκοτεινόν, ἀσαφές, ἀβέβαιον, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 9· ἐν σκ. καθήμενος Πινδ. Ο. 1. 134· ἐν σκ. τεχνᾶσθαι Σοφ. Ἀντ. 494· κατὰ σκότον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 578· ὑπὸ σκότου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 692, Εὐρ. Ὀρ. 1457, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· ὑπὸ σκότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1030, Εὐρ. Φοίν. 1214. 7) ἐπὶ προσώπου, Μητρότιμος ὁ σκ., ὡς τὸ ὁ [[σκοτεινός]], ὁ [[μυστηριώδης]], διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 112· - [[ὡσαύτως]], [[σκότος]], δηλ. [[ἄγνοια]], Δημ. 411. 25· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἀπάτη]], [[δόλος]], σκ. καὶ [[ἀπάτη]] Πλάτ. Νόμ. 864C. 8) τὸ σκοτεινὸν [[μέρος]] ἢ ἡ σκιὰ εἰκόνος, Εὐστ. 953. 51, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀπεσκοτωμένα. - Ὑπάρχει ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] καὶ οὐδέτ. [[σκότος]], ἂν καὶ ὁ Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1390. 56 ἐθεώρει τὸν ἀρσενικὸν τύπον ὡς Ἀττικόν· τὸ οὐδέτερον [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, εἰ καὶ εὕρηται [[ἐνιαχοῦ]] παρ’ αὐτοῖς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡς διαφ. γραφ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Σοφ. Ο. Κ. 40, Εὐρ. Ἑκάβ. 831, Ἡρακλ. Μαιν. 563, 1159, Ἀποσπ. 538· εὕρηται [[ὅμως]] [[ἄνευ]] ἑτέρας γραφῆς ἐν τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων, Πλάτ. Πολ. 516Ε, Κρατ. 418C, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 9., 7. 4, 18, Δημ. 281. 3, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἡροδ. 2. 121, 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly