3,253,854
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑM [[κόρις]], -ιος και αττ. τ. -εως, ὁ και ἡ, και [[κόρις]], -ιδος, ή)<br /><b>1.</b> το [[παράσιτο]] και ενοχλητικό [[έντομο]] [[κοριός]] (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», <b>Διοσκ.</b><br />β. «κόρεων [[ὥσπερ]] | |mltxt=ο (ΑM [[κόρις]], -ιος και αττ. τ. -εως, ὁ και ἡ, και [[κόρις]], -ιδος, ή)<br /><b>1.</b> το [[παράσιτο]] και ενοχλητικό [[έντομο]] [[κοριός]] (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», <b>Διοσκ.</b><br />β. «κόρεων [[ὥσπερ]] ἡμεῖς [[ἀνάπλεως]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φρυγανώδες και θαμνώδες [[φυτό]] υπερικόν το εμπετρόφυλλον<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kor</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- «[[τέμνω]]» ([[πρβλ]]. [[κείρω]]). Πλήρη [[αντιστοιχία]] παρουσιάζει ο ρωσ. τ. <i>kori</i> «[[σκόρος]]». Η λ. [[κόρις]] σχηματίστηκε όπως τα [[τρόπις]], [[τρόφις]], [[τρόχις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορίζω]] (Ι)<br /><b>μσν.</b><br />[[κόριζα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>κορεός</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |