κόρις
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
English (LSJ)
ιος, Att. εως, ὁ,
A bug, Cimex lectularius, οἱ κόρεις Ar.Nu.634 (with a play on Κορίνθιοι, cf. 710), Ra.115, al.: also fem., Sor.2.29, Phryn.277 (acc. to Suid. with genitive κόριδος, wh. is not found in Classical Gr., cf. [Gal.] 14.538).
II kind of fish, = ἔσχαρος, Dorioap. Ath.7.330a.
III a kind of St. John's wort, Hypericum empetrifolium, Dsc.3.157, Aët.16.17.
German (Pape)
[Seite 1486] ιος, att. εως, ὁ, bei Sp. auch ἡ, was Phryn. 307 verwirft; B. A. 1391 wird von Choerobosc. auch als fehlerhaft τὰς κόριδας angeführt; – die Wanze; οἱ κόρεις Ar. Ran. 115, öfter, der sie Nubb. 710 auch komisch Κορίνθιοι nennt; Arist. H. A. 5, 31 u. Sp. – Bei Ath. VII, 330 a ein Fisch, = ἔσχαρος. – Eine Art Johanniskraut, Diosc.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
punaise, insecte.
Étymologie: DELG cf. russe kori « mite » ; R. *κερ- couper, cf. κείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρις -ιος en -εως, ὁ bedwants (insect). Sint-Janskruid.
Russian (Dvoretsky)
κόρις: εως ὁ клоп Arph., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κόρις: -ιος, Ἀττ. εως, ὁ, «κοριός», Cimex lectularius, οἱ κόρεις Ἀριστοφ. Νεφ. 634 (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Κορίνθιοι, πρβλ. 710), Βάτρ. 115, ἀλλ.· ὡσαύτως θηλ. κατὰ τὸν Σουΐδ., μετὰ γεν. κόριδος· παραδείγματα τῆς γεν. ταύτης ἀπαντῶσιν, ἀλλ’ οὐδὲν παράδειγμα θηλυκοῦ γένους, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 308. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 330Α. ΙΙΙ. εἶδος ὑπερείκου, κοιν. «σπαθοχόρτου», Διοσκ. 3. 174.
Greek Monolingual
ο (ΑM κόρις, -ιος και αττ. τ. -εως, ὁ και ἡ, και κόρις, -ιδος, ή)
1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ.
β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῖς ἀνάπλεως», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το εμπετρόφυλλον
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kor- της ΙΕ ρίζας ker- «τέμνω» (πρβλ. κείρω). Πλήρη αντιστοιχία παρουσιάζει ο ρωσ. τ. kori «σκόρος». Η λ. κόρις σχηματίστηκε όπως τα τρόπις, τρόφις, τρόχις.
ΠΑΡ. αρχ. κορίζω (Ι)
μσν.
κόριζα
μσν.- νεοελλ.
κορεός].
Greek Monotonic
κόρις: -ιος, Αττ. -εως, ὁ, πληθ. κόρεις, κοριός, Λατ. cimex, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
-ιος (-ιδος), -εως
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: bug, Cimex lectularius (Ar., Sor., Phryn.); also a fish (Dorio, Boeot. inscr., s. Lacroix Mélanges Boisacq 2, 52; after the flat form, Strömberg Fischnamen 124) and as plant-name, Hypericum empetrifolium (Dsc., Aët.; after form and aspect of the leaves?, Strömberg Theophrastea 50).
Derivatives: Denomin. κορίζω be full of bugs (Gloss.).
Origin: IE [Indo-European] [938] *(s)ker- cut
Etymology: Identical with Russ. korь f. moth, as old verbal noun of the verb for shave, cut in κείρω etc. (s. v)?; so prop. "the cutting, biting"; WP. 2, 574 after Lidén Armen. Stud. 82f. (with semantic parallels) and Persson Beitr. 2, 942; diff. Solmsen Wortforsch. 161. - On the formation cf. τρόπις, τρόφις, τρόχις a. o. (Schwyzer 462). Cf. κόριον s. κορίαννον. Cf. Jouanna, RPh. 50 (1976) 32-40; Gil Fernandez, Nombres de insectos 109.
Middle Liddell
κόρις, ιος
a bug, Lat. cimex, Ar.
Frisk Etymology German
κόρις: -ιος (-ιδος), -εως
{kóris}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Wanze, Cimex lectularius (Ar., Sor., Phryn.); auch als Fischname (Dorio, böot. Inschr., s. Lacroix Mélanges Boisacq 2, 52; nach der platten Form, Strömberg Fischnamen 124) und als Pflanzenname, Hypericum empetrifolium (Dsk., Aët.; nach Form und Aussehen des Blattes?, Strömberg Theophrastea 50).
Derivative: Denominativum κορίζω von Wanzen wimmeln (Gloss.).
Etymology: Mit russ. korь f. Motte identisch, u. zw. als altes Verbalnomen zum Verb für scheren, schneiden in κείρω usw. (s. d.); mithin eig. "die Schneidende, die (Zer)beißende"; WP. 2, 574 nach Lidén Armen. Stud. 82f. (mit semantischen Parallelen) und Persson Beitr. 2, 942; anders Solmsen Wortforsch. 161. — Zur Bildung vgl. τρόπις, τρόφις, τρόχις u. a. (Schwyzer 462). Vgl. κόριον s. κορίαννον.
Page 1,922