καταδύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδύω''': ἢ -[[δύνω]]. Ι. ἀμετάβ., ἐν τῷ ἐνεργ. ἐνεστ. [[καταδύνω]] καὶ τῷ μέσῳ καταδύομαι: μέλλ. -[[δύσομαι]]: ἀόρ. -εδῡσάμην, Ἐπικ. β´ καὶ γ´ ἑνικ. -δύσεο, -δύσετο: ἐνεργ. ἀόρ. β´ κατέδυν: πρκμ. καταδέδῡκα. Κατέρχομαι, [[καταβαίνω]], βυθίζομαι, [[δύνω]] («βασιλεύω»), ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου (ὡς ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐν τῷ ἐνεργ. ἀορ. β´), [[ἠέλιος]] κατέδυ Ἰλ. Α. 475, κτλ.· ἅμ’ ἠελίῳ καταδύντι [[αὐτόθι]] 592· ἐς ἠέλιον καταδύντα Ὀδ. Κ. 183· [[ὡσαύτως]], [[ἠέλιος]] καταδῡόμενος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 197· οὕτω, καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ θαλάττης Ἡρόδ. 7. 135· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ [[νεώς]], βυθίζομαι ἢ [[μᾶλλον]] καθίσταμαι [[ἀνίκανος]] πρὸς πλοῦν (ἴδε κατωτ. ΙΙ), ὁ αὐτ. 8.90, Θουκ. 2. 92., 7. 34, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 35, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Πολύβ. 5. 47, 2· βυθίζομαι ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀναδύνω]], Βατραχομ. 89· καταδεδυκώς, χωθεὶς [[ἐντός]], Ἀριστοφ. Σφ. 140· ἴδε ἐν λ. [[ἀνακύπτω]] καὶ κατωτ. ΙΙ. 2) εἰσδύομαι, [[εἰσέρχομαι]] εἰς, Λατ. subire, μετ’ αἰτ., καταδῦναι ὅμιλον Ἰλ. Κ. 231, κτλ.· κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον [[αὐτόθι]] 517· καταδύσεο μῶλον Ἄρηος Σ. 134· οὕτω, μάχην, δόμον, πόλιν καταδῦναι Γ. 241, Θ. 375, Ὀδ. Δ. 246·―[[ὡσαύτως]], ἑπομένης προθέσεως, μυῖαι [[καδδῦσαι]] (Ἐπικ. ἀντὶ καταδ-) κατὰ… ὠτειλὰς Ἰλ. Τ. 25· σπάργαν’ ἔσω κατέδυνε Ὁμ. Ὕμν. εἰς..Ἑρμ. 237· καταδυσόμεθ’… εἰς Ἀΐδαο δόμους, θὰ κατέλθωμεν εἰς…, Ὀδ. Κ. 174· οὕτω, καταδύνειν ἐς ὕλην Ἡρόδ. 9. 37, πρβλ. 4. 76· εἰς φάραγγας, ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 5. 16· εἰς ἅπασαν τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 576D· κατὰ τῆς γῆς Ἡρόδ. 4. 132· κατὰ τέφρας πολλῆς Πλουτ. Κάμιλλ. 32·―[[συχν]]. μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ λαθραίως, [[ὑπεισέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]], καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ [[ἁρμονία]] Πλάτ. Πολ. 401D· ἡ [[ἀναρχία]] εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας [[αὐτόθι]] 562Ε. 3) [[ὑφέρπω]] καὶ κρύπτομαι, καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Ξεν. Κύρ. 6. 1, 35· καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Πλάτ. Πολ. 579Β· ὁ σοφιστὴς ἐς ἄπορον τόπον καταδέδυκεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239C, κτλ. 4) [[εἰσέρχομαι]] εἰς…, δηλ. «φορῶ», ἐνδύομαι, κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Ἰλ. Ζ. 504, πρβλ. Ὀδ. Μ. 228· κατεδύσετο τεύχεα καλὰ Ἰλ. Η. 103· εἵματα Μόσχ. 4. 102. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ βυθισθῇ, [[καταβυθίζω]], Λατ. mergere, submergere, [[λίαν]] σπάνιον ἐν τῷ ἐνεστ., ἐμπίπτων καὶ καταδύων Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἐμὲ καταδύουσι τῷ [[ἄχει]] Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α´, γαύλους δὲ… καταδύσας Ἡρόδ. 6. 17, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 49· ἀλλ’ ἐν ναυμαχίᾳ, καταδῦσαι [[ναῦς]] συνηθέστερον σημαίνει καταστρέψαι αὐτὰς [[μέχρι]] τὴς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης, καταστῆσαι αὐτὰς ἀνικάνους πρὸς πλοῦν ἢ ἐνέργειαν, Ἡρόδ. 8. 87, 88, 90, Θουκ. 1. 50, ἴδε ἀνωτ. 1. 1· ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν, ἀφήσαμεν τὸν ἥλιον νὰ δύσῃ μὲ τὴν ὁμιλίαν μας, Λατ. solem condere, Ἀνθ. Π. 7. 80, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 24, καὶ ἴδε [[ἐνδύω]] ΙΙ.
|lstext='''καταδύω''': ἢ -[[δύνω]]. Ι. ἀμετάβ., ἐν τῷ ἐνεργ. ἐνεστ. [[καταδύνω]] καὶ τῷ μέσῳ καταδύομαι: μέλλ. -[[δύσομαι]]: ἀόρ. -εδῡσάμην, Ἐπικ. β´ καὶ γ´ ἑνικ. -δύσεο, -δύσετο: ἐνεργ. ἀόρ. β´ κατέδυν: πρκμ. καταδέδῡκα. Κατέρχομαι, [[καταβαίνω]], βυθίζομαι, [[δύνω]] («βασιλεύω»), ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου (ὡς ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐν τῷ ἐνεργ. ἀορ. β´), [[ἠέλιος]] κατέδυ Ἰλ. Α. 475, κτλ.· ἅμ’ ἠελίῳ καταδύντι [[αὐτόθι]] 592· ἐς ἠέλιον καταδύντα Ὀδ. Κ. 183· [[ὡσαύτως]], [[ἠέλιος]] καταδῡόμενος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 197· οὕτω, καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ θαλάττης Ἡρόδ. 7. 135· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ [[νεώς]], βυθίζομαι ἢ [[μᾶλλον]] καθίσταμαι [[ἀνίκανος]] πρὸς πλοῦν (ἴδε κατωτ. ΙΙ), ὁ αὐτ. 8.90, Θουκ. 2. 92., 7. 34, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 35, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Πολύβ. 5. 47, 2· βυθίζομαι ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀναδύνω]], Βατραχομ. 89· καταδεδυκώς, χωθεὶς [[ἐντός]], Ἀριστοφ. Σφ. 140· ἴδε ἐν λ. [[ἀνακύπτω]] καὶ κατωτ. ΙΙ. 2) εἰσδύομαι, [[εἰσέρχομαι]] εἰς, Λατ. subire, μετ’ αἰτ., καταδῦναι ὅμιλον Ἰλ. Κ. 231, κτλ.· κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον [[αὐτόθι]] 517· καταδύσεο μῶλον Ἄρηος Σ. 134· οὕτω, μάχην, δόμον, πόλιν καταδῦναι Γ. 241, Θ. 375, Ὀδ. Δ. 246·―[[ὡσαύτως]], ἑπομένης προθέσεως, μυῖαι [[καδδῦσαι]] (Ἐπικ. ἀντὶ καταδ-) κατὰ… ὠτειλὰς Ἰλ. Τ. 25· σπάργαν’ ἔσω κατέδυνε Ὁμ. Ὕμν. εἰς..Ἑρμ. 237· καταδυσόμεθ’… εἰς Ἀΐδαο δόμους, θὰ κατέλθωμεν εἰς…, Ὀδ. Κ. 174· οὕτω, καταδύνειν ἐς ὕλην Ἡρόδ. 9. 37, πρβλ. 4. 76· εἰς φάραγγας, ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 5. 16· εἰς ἅπασαν τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 576D· κατὰ τῆς γῆς Ἡρόδ. 4. 132· κατὰ τέφρας πολλῆς Πλουτ. Κάμιλλ. 32·―συχν. μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ λαθραίως, [[ὑπεισέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]], καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ [[ἁρμονία]] Πλάτ. Πολ. 401D· ἡ [[ἀναρχία]] εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας [[αὐτόθι]] 562Ε. 3) [[ὑφέρπω]] καὶ κρύπτομαι, καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Ξεν. Κύρ. 6. 1, 35· καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Πλάτ. Πολ. 579Β· ὁ σοφιστὴς ἐς ἄπορον τόπον καταδέδυκεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239C, κτλ. 4) [[εἰσέρχομαι]] εἰς…, δηλ. «φορῶ», ἐνδύομαι, κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Ἰλ. Ζ. 504, πρβλ. Ὀδ. Μ. 228· κατεδύσετο τεύχεα καλὰ Ἰλ. Η. 103· εἵματα Μόσχ. 4. 102. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ βυθισθῇ, [[καταβυθίζω]], Λατ. mergere, submergere, [[λίαν]] σπάνιον ἐν τῷ ἐνεστ., ἐμπίπτων καὶ καταδύων Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἐμὲ καταδύουσι τῷ [[ἄχει]] Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α´, γαύλους δὲ… καταδύσας Ἡρόδ. 6. 17, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 49· ἀλλ’ ἐν ναυμαχίᾳ, καταδῦσαι [[ναῦς]] συνηθέστερον σημαίνει καταστρέψαι αὐτὰς [[μέχρι]] τὴς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης, καταστῆσαι αὐτὰς ἀνικάνους πρὸς πλοῦν ἢ ἐνέργειαν, Ἡρόδ. 8. 87, 88, 90, Θουκ. 1. 50, ἴδε ἀνωτ. 1. 1· ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν, ἀφήσαμεν τὸν ἥλιον νὰ δύσῃ μὲ τὴν ὁμιλίαν μας, Λατ. solem condere, Ἀνθ. Π. 7. 80, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 24, καὶ ἴδε [[ἐνδύω]] ΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly