ἵστημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "<b class="b3">β'</b>" to "β'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵστημι''': Ι. χρόνοι μεταβατικῆς ἐνεργείας, στήνω, ἐνεστ. [[ἵστημι]] (πρβλ. [[ἱστάω]], [[ἱστάνω]]), πρστ. ἵστη Ἰλ. Φ. 313, Εὐρ. Ἱκέτ. 1230, καθίστα Ἰλ. Ι. 202· παρατ. ἵστην, Ἐπικ. ἵστασκε Ὀδ. Τ. 574: ― μέλλ. στήσω, Δωρ. στᾱσῶ Θεόκρ. 5. 54: ― Ἀόρ. α΄ ἔστησα, Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔστᾰσαν ἀντὶ ἔστησαν Ἰλ. Μ. 56 ([[ἔνθα]] τὸ γ΄ πληθ. ὑπερσ. [[ἕστασαν]] πρέπει νὰ διαστέλληται ἀπὸ τοῦ γ΄ πληθ. ἀορ. ἔστασαν, [[αὐτόθι]] 55), Ὀδ. Γ. 182, κτλ., [[ἐντεῦθεν]], παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἔστᾰσας, ἔστᾰσε Ἀνθ. Π. 9. 714, 718: ― οὕτω καὶ μέσ. ἀόρ. α΄ ἐστησάμην, ἴδε κατωτ. Α. ΙΙΙ. 1 καὶ 2· (ὁπουδήποτε ὁ [[χρόνος]] [[οὗτος]] ἔχει ἀμετάβ. σημασ., διωρθώθη, πρβλ. [[περιίστημι]] Β. 1. 2): ― περὶ τοῦ μεταγεν. πρκμ. ἕστᾰκα, ἴδε ἐν λ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι, 1) ἐκ τοῦ ἐνεργ., ὁ ἀόρ. β΄ ἔστην, Ἐπικ. στάσκον Ἰλ. Γ. 217· γ΄ πληθ. ἔστησαν, ἢ συχνότερον παρ’ Ὁμ. ἔσταν, [[στάν]] ᾰ· προστ. στῆθι, Δωρ. [[στᾶθι]] Θεόκρ.· ὑποτακτ. στῶ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. [[στήῃς]], στήῃ (ἀντὶ στῆς, στῆ) Ἰλ. Ε. 598, Ρ. 3 0, α΄ πληθ. [[στέωμεν]] (ὡς δισύλλ. Χ. 231, καὶ [[στείομεν]] ἀντὶ στῶμεν, Ο. 297· εὐκτ. σταῖεν, Ἐπικ. γ΄ πληθ. σταίησαν Γ. 733, ἀπαρ. στῆναι, Ἐπικ. στήμεναι Ρ. 167, Ὀδ. Ε. 414, Δωρ. στᾶμεν Πινδ. Π. 4. 2.· μετοχ. [[στάς]]: ― πρκμ. [[ἕστηκα]]: ὑπερσ. εἱστήκειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 925, Ἀριστοφ. Ὄρν. 513, Θουκ., κλ.· Ἰων. γ΄ ἑνικ. ἑστήκεε Ἡρόδ. 7. 152· ― ἀπὸ τοῦ Ὁμήρ. καὶ [[ἐφεξῆς]] οἱ συγκεκομμένοι δυϊκοὶ καὶ πληθ. τύποι τοῦ πρκμ. προτιμῶνται, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε (ἢ ἐν Ἰλ. Δ. 243, 246, ἕστητε, ἐκτὸς ἂν τοῦτο [[εἶναι]] τοῦ ἀορ. β΄ ἔστητε), [[ἑστᾶσι]], παρ’ Ἡροδ. ἑστέᾱσι,· [[ὡσαύτως]] προστ. ἕστᾰθι· ὑποτακτ. ἑστῶ· εὐκτ. ἑσταίην· ἀπαρ. ἑστάναι, Ἐπικ. [[ἑστάμεν]], ἑστάμεναι, ἑστηκέναι μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Αἰλ.· μετοχ. ἑστώς, (ἑστηκὼς [[εἶναι]] σπάν. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, Ἡρόδ. 2. 126, Πλάτ. Μένων 93D, Νόμ. 802C, Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 16, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ.), θηλ. ἑστῶσα (οὐχὶ ἑστυῖα), οὐδ. ἑστὼς καὶ ἑστός, πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 564· γεν. ἑστῶτος· Ἰων. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος· Ἐπικ. ἑστηὼς Ἡσ. Θ. 747· ὁ Ὅμ. δὲν μεταχειρίζεται τὴν ὀνομαστ. ἀλλὰ γεν. ἑστᾰότος, αἰτ. ἑστᾰότα, ὀνομ. πληθ. ἑστᾰότες, ὡς εἰ ἐκ τοῦ ἑσταώς· ― οὕτω καὶ συγκεκομμ. ὑπερσ., ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν, ἴδε Spilzn. Excurs. εἰς Ἰλ.· ― ὑπάρχει μεταγεν. ἐνεστ. [[ἑστήκω]], σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 65. 2) Παθ., ἵσταμαι (περὶ τοῦ [[ἑστήκω]] ἴδε ἐν λ. [[στήκω]])· προστ. ἵστασο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 449, ἵστω Σοφ. Φιλ. 893, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737.· παρατ. ἱστάμην: μέλλ. σταθήσομαι Ἀνδοκ. 27. 43, Αἰσχίν. 68. 23· ἀλλὰ στήσομαι Ἰλ. Υ. 90, [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] (ἐκ τοῦ πρκμ. [[ἕστηκα]]): γ΄ μέλλ. ἑστήξω καὶ ἑστήξομαι, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστ. Ἀχ. 597 (590), πρβλ. [[θνήσκω]], τεθνήξω, τεθνήξομαι: ― ἀόρ. ἐστάθην Ὀδ. Ρ. 463, Πίνδ., Ἀττ. (ἐστησάμην, ἀείποτε μεταβ. ἐνεργείας, ἴδε ἀνωτ.): πρκμ. ἔσταμαι (δι-) Πλάτ. Τίμ. 81D, κατεστέαται διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 11. 196. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ προέρχονται καὶ αἱ λέξεις, στάσις, στατήρ, σταθμός, σταμίν, στάμνος, στήλη, καὶ μετ’ ἀναδιπλασ. τὸ ἵστημι, (ἀντὶ σίστημι)· οὕτω καὶ ἐκ τοῦ Σανσκρ. stha παράγεται δι’ ἀναδιπλασ. τὸ ti-sthâ-mi· πρβλ. Ζενδ. hi-sta-mi (sto), stha-lam (locus, δηλ. stlocus, Ἀγγλ. stall)· ἐκ τοῦ Λατ. sta παράγονται τὰ sto (stare), si-sto, sta-tus, Sta-tor, sta-tuo, sta-men, sta-bulum, sta-bilis· πρβλ. Γοτθ. sta-nda, sta-ths ([[τόπος]]), Ἀρχ. Σκανδ. sta-dr, Ἀγγλο-Σαξον. ste-de (Ἀγγλ. home-stead)· Σλαυ. sta-ti, Λιθ. sto-ti (stand), Ἀρχ. Ὑψ. Γερμ. stâm, stedi· ― πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὰς λέξ. ἱστός, στήμων, stamen, πρὸς τὸ Σανσκρ. stha-vis ([[ὑφάντης]]).) Α. Μεταβ. ἐνεργείας, βάλλω νὰ σταθῇ, στήνω, τοποθετῶ, Ὅμ., κλ.: ― τακτοποιῶ, [[παρατάσσω]] ἀνθρώπους, πεζοὺς δ’ [[ἐξόπισθεν]] στῆσε Ἰλ. Δ. 298, πρβλ. Β. 525, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., στῆσαί τινας τελευταίους Ξεν. Κύρ. 6. 3, 25, κτλ. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ σταθῇ, σταματῶ, [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], λαὸν δὲ στῆσον Ἰλ. Ζ. 433· [[νέας]], ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι Ὀδ. Γ. 182, Ἰλ. Ε. 755, Ω. 350· μύλην στῆσαι, σταματῶ τὸν μύλον, Ὀδ. Υ. 111· στῆσεν ἄρ’ (δηλ. ἡμιόνους) Η. 4· στῆσαι δ’ ἐν Ἀμνισῷ αὐτὸν Τ. 188· ἔτι καὶ ἐκ τοιούτων χωρίων ὁ Damm (Λεξικ. σ. 2246) συνεπέρανεν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται [[ἐνίοτε]] ἀμεταβ.): ― οὕτω παρ’ Ἀττ. στήσαντες τὴν ἑαυτῶν φάλαγγα, σταματήσαντες αὐτὴν, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· ῥοῦν στῆσαι Πλάτ. Κρατ. 437Β, κτλ.· καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν, προσήλωσεν αὐτά, εἶχεν αὐτὰ ἀκίνητα, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους εὐθὺς ὅτε ἐξέπνευσεν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 118· στ. τὸ [[πρόσωπον]], Λατ. componere vultum, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 9· στ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. στήνω, πελέκεας, τοὺς [[κεῖνος]]... ἵστασχ’ [[ἑξείης]], ἵστα, ἔστηνε, Ὀδ. Τ. 474· [[ἔγχος]] μὲν ῥ’ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα, ἔφερε καὶ τὸ ἔστησε πρὸς τὸν κίονα, Α. 127, Ρ. 29· φαίνεται δὲ ὅτι τὸ αὐτὸ σημαίνει καὶ τὸ [[ἔγχος]] δ’ ἔστησε ἐν Ἰλ. Ο. 126· ― [[ἵστημι]] ἱστόν, στήνω τὸν «ἀργαλειὸ» (ἴδε ἐν λ. ἱστὸς Ι. καὶ ΙΙ., [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι ἐν γένει ὁ Ὅμ. ἐπὶ τῆς πρώτης ἐννοίας προτιμᾷ, ἱστὸν στήσασθαι, ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας, ἱστὸν στῆσαι) στήσαντο κρατῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο Ὀδ. Β. 431· θεοῖς... κρατῆρα στήσασθαι, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 528· ― οὕτω καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], στῆσαί τινα ὀρθόν, στῆσαι ὀρθὰν καρδίαν Πινδ. Π. 3. 95, 170· ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ ὁ αὐτ. Ι. 7 (6). 19· ἐς ὀρθὸν ἱστ. τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 1230· ἱστάναι λόγχας, πρὸς μάχην, Σοφ. Ἀντ. 146· ἰδίως [[ἐγείρω]] οἰκοδομάς, ἀγάλματα, ἀνδριάντας, τρόπαια, κτλ.· ἱστ. ἀνδριάντα Ἡρόδ. 2. 110· τροπαῖα Σοφ. Τρ. 1102· οὕτω, στήσασθαι τροπαῖα Ἀριστοφ. Πλ. 453, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7· τὰ μακρὰ τείχη Θουκ. 1. 69· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν, ἐγεῖραί τινι χαλκοῦν ἀνδριάντα, Δημ. 172, 18., 425. 1., 493. 17· ([[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ., [[οὗτος]] ἕστηκε [[λίθινος]] Ἡρόδ. 2. 141)· καὶ ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, [[σφυρήλατος]] ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β· σταθῆναι [[χαλκοῦς]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9)· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 1, καὶ πρβλ. [[ἀνάκειμαι]]. 2) [[κάμνω]] τι νὰ ἐγερθῇ, [[ἐγείρω]], [[διεγείρω]], ἀνακινῶ, κονίης... ἱστᾶσιν ὁμίχλην Ἰλ. Ν. 336· ἴστη δὲ μέγα [[κῦμα]] Φ. 313· νεφέλην ἔστησε [[Κρονίων]] Ὀδ. Μ. 405, πρβλ. Ἰλ. Ε. 523· ἐπὶ μάχης, κτλ., φυλόπιδα στήσειν, ἐγερεῖν μάχην, Ὀδ. Λ. 314· ἔριν στήσαντες Π. 292· ([[οὕτως]] ἀμεταβ., [[φύλοπις]] ἕστηκε, ἤρχισε [[συμπλοκή]], Ἰλ. Σ. 172)· [[ὡσαύτως]] κατὰ [[μέσον]] ἀόριστ., στήσασθαι μάχην Ἰλ. Σ. 533, Ὀδ. Ι. 54· πολέμους Ἡρόδ. 7. 9, 2· [[οὕτως]], ἱστάναι βοὴν Αἰσχύλ. Χο. 885· κραυγὴν Εὐρ. Ὁρ. 1529· καὶ ἐν τῷ Παθ., [[θόρυβος]] ἵστασθαι βοῆς, ἐγείρεται, Σοφ. Φιλ. 1263· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ὀργῆς ἢ ἐλπίδος, κ.τ.λ. μῆνιν, ἐλπίδας στῆσαι, κτλ., Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 692. 3) θέτω, [[διορίζω]], τινὰ βασιλέα Ἡρόδ. 1. 97· τύραννον Σοφ. Ο. Τ. 940, πρβλ. Ο. Κ. 1041, Ἀντ. 666. - Παθ., ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς [[ὕπαρχος]] Ἡρόδ. 7. 105. 4) [[ὁρίζω]], [[ἱδρύω]], χοροὺς, παννυχίδας ὁ αὐτ. 3. 48 (οὕτω, στήσασθαι νόμους ὁ αὐτ. 2. 25· ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 150· στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν Πινδ. Π. 9. 200, Ο. 2. 5., 10 (11), 70· [[κτερίσματα]] Σοφ. Ἠλ. 434· χοροὺς Δημ. 530· 27· καὶ ἐν τῷ Παθ., [[ἀγορή]] ἵσταταί τινι Ἡρόδ. 6. 58. 5) [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, ἀμπνοὰν Πινδ. Π. 4. 354· στῆσαι δύσκηλον χθόνα, καταστῆσαι τὴν κατάστασιν αὐτῆς ἀπεγνωσμένην, «δυσθεράπευτον» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Εὐμ. 825· καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ., Πλάτ. Πολ. 484D, Διον. Ἀλ. 1. 61. IV. θέτω εἰς τὴν πλάστιγγα, [[ζυγίζω]], Ἰλ. Τ. 247., Χ. 350., Ω. 332, Ἀριστοφ. Σφ. 40, Ξεν., κτλ.· ἵστημί τι [[πρός]] τι, [[ζυγίζω]] τι πρὸς ἕτερόν τι, Ἡρόδ. 2. 65· ἀγαθὸς ἱστάναι, [[ἱκανός]], [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ ζυγίζειν, Πλάτ. Πρωτ. 356Β τὸ [[ἐγγὺς]] καὶ τὸ [[πόρρω]] στήσας ἐν τῷ ζυγῷ [[αὐτόθι]], πρβλ. Λυσίαν 117. 40· ἐπὶ τὸ ἱστάναι [[ἔρχομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς τὸ ζύγισμα, Πλάτ. Εὐθύφρων 7C. - Παθ., ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 15. Β. Ἐν τῇ Παθ. φωνῇ καὶ ἐν τοῖς ἀμεταβ. χρόνοις τῆς ἐνεργ., ἵσταμαι, στέκομαι, [[ἀγχοῦ]] δ’ ἱσταμένη Ἰλ. Β. 172· [[ἀλλά]] μοι ἆσσον στῆθι Ψ. 97· εἴ κέ μευ [[ἄντα]] [[στήῃς]] Ρ. 30· στῆθ’ [[οὕτως]] ἐς μέσσον Ὀδ. Ρ. 447· [[οὕτως]], ἐς [[μέσον]] Ἡρόδ. 3. 130, καὶ Ἀττ.· ἀντίοι ἢ ἐναντίοι ἔσταν Ἰλ: - παροιμ. ἐπὶ κρισίμων περιστάσεων, ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς Ἰλ. Κ. 173· - [[συχν]]. [[ἁπλῶς]] ἰσχυρότερον τοῦ [[εἶναι]] (ὡς τὸ Ἰταλικὸν stare), ἀργύρεοι σταθμοί ἐν χαλκέῳ [[ἕστασαν]] οὐδῷ, δηλ. ἦσαν, Ὀδ. Η. 89, κτλ.· [[οὕτως]], ἑστάτω ἀντὶ ἕστω, ἀλλ’ ἑστάτω μοι καὶ δὲος τι καίριον Σοφ. Αἴ. 1084· τὰ νῦν ἑστῶτα = τὰ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέλλοντα, Σοφ. Τραχ. 1271· ἐμοὶ δ’ [[ἄχος]] ἕστᾱκεν [[αὐτόθι]] 200· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] μετ’ Ἐπιρρ., διατελῶ ἔν τινι καταστάσει, ἵνα ξυμφορᾶς ἢ χρείας ἕσταμεν, εἰς τί [[σημεῖον]] συμφορᾶς ἢ ἀνάγκης εὑρισκόμεθα, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1145, Ο. Τ. 1442· ποῦ τύχης ἕστηκεν; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 102· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]], ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, φέρεσθαι ἀδίκως, κτλ., Πολύβ. 17, 3, 2., 33. 12, 3, κτλ.· - βραχυλογικῶς, στῆναι ἐς... Ἡρόδ. 9. 21· στ. ἐς δίκην Εὐρ. Ι. Τ. 962· στ. [[παρά]] τινα Ἰλ. Ω. 169: - [[ὡσαύτως]] (ὡς τὸ ἴζεσθαι, [[καθίζω]]) μετ’ αἰτ. τόπου, τί τοῦτ’ αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν Εὐρ. Ἱκέτ. 987· στῆτε τόνδε τρίβον ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1251· ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; Σοφ. Φιλ. 277. 2) [[κεῖμαι]], εὐρίσκομαι, κατὰ βορέαν Θουκ. 6. 104. ΙΙ. «σταματῶ», ἀλλ’ ἄγε δὴ [[στέωμεν]] Ἰλ. Λ. 348, Ὀδ. Ζ. 241, Κ. 97· ἀντίθετον τῷ [[φεύγω]], Ζ. 199, κτλ.· [[διαμένω]] [[ἀργός]], Ἰλ. Δ. 243· παύομαι, [[λήγω]], [[ἡσυχάζω]], Ε. 485, Κ. 480· ἑστάναι, διατελεῖν ἐν στάσει, ἀντίθετον τῷ κινεῖσθαι, Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Πολ. 436D· [[ὡσαύτως]], κατὰ χώρην ἑστάναι Ἡρόδ. 4. 97· ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μὴν ἐνταῦθ’ ἕστηκε τὸ [[πρᾶγμα]], ἀλλὰ τὸ [[πρᾶγμα]] δὲν τελειώνει ἐδῶ, Δημ. 547. 24, πρβλ. 141. 3· ἐὰν ἡ [[κοιλία]] στῇ, ἐὰν μείνῃ ἀνέκκριτος, ἐὰν συμβῇ δυσκοιλιότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ, Ἱστ. 7. 12, 1· μετοχ., οὐ στήσεται ἀδικῶν, οὐ παύσεται, Δημ. 134. 4: - ἀπροσ., [[ἵσταται]], σταματᾷ, γίνεται [[στάσις]], Λατ. sistitur, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 4, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., [[μένω]] [[σταθερός]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 23· τῇ διανοίᾳ Πολύβ. 21. 9, 3· κατὰ μετοχ. ἑστηκώς, ἐστερεωμένως, [[εὐσταθής]], [[στερεός]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 4. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 6· - ἐπὶ ἡλικίας, ἑστηκυῖα [[ἡλικία]], ἡ καθεστηκυῖα, Πλάτ. Νόμ. 802C. III. ἵσταμαι [[ὀρθός]], ὑψοῦμαι, ἵστανται κρημνοὶ Ἰλ. Μ. 55· σηκώνομαι, ὀρθαὶ τρίχες [[ἕσταν]] Ω. 359· [[ἵσταται]] κονίη Β. 151· [[κῦμα]] Φ. 240· ἐπὶ ἵππου, ἵστασθαι [[ὀρθός]], τὸ λεγόμενον «σοῦζα», Ἡρόδ. 5. 111· ἵστασθαι βάθρων, ἀπὸ τῶν βαθμίδων, Σοφ. Ο. Τ. 143· - ἱδρύομαι, ἐγείρομαι, στήνομαι, [[στήλη]] ἥτ’ … ἑστήκῃ Ἰλ. Ρ. 435· ἕστηκε τροπαῖον Αἰσχύλ. Θήβ. 956· [[μνημεῖον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 269, κτλ.· ἴδε ἀνωτ. Α. 111. 1, καὶ πρβλ. [[ἀνάκειμαι]]. 2) [[καθόλου]], ἐγείρομαι, [[ἀρχίζω]], [[νεῖκος]], [[φύλοπις]] [[ἵσταται]] Ἰλ. Ν. 333, Σ. 171· πρβλ. Α. ΙΙΙ. 2. 3) πρὸς δήλωσιν χρόνου, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, κατὰ τὰς πρώτας ἀρχὰς τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ὁ δ’ [[ἕβδομος]] ἑστήκει [[μείς]], ὁ [[ἕβδομος]] μὴν ἤρχισεν, Ἰλ. Τ. 117· τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ’ ἱσταμένοιο, κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ ἑνὸς μηνὸς καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἄλλου, Ὀδ. Ξ. 162, Τ. 307, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 778· [[ἔνθα]], ὡς παρ’ Ὁμ., ὁ μὴν προφανῶς, διαιρεῖται εἰς δύο μέρη, μὴν ἱστάμενος καὶ φθίνων· ἀλλὰ κατὰ τὸ Ἀττ. [[ἡμερολόγιον]] διῃρεῖτο εἰς [[τρεῖς]] δεκάδας, μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 6. 57, 106, πρβλ. Ἀνδ. 16. 7, Θουκ. 5. 54· - σχεδὸν ἤδη [[μεσημβρία]] [[ἵσταται]] Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α. 4) διορίζομαι, στῆναι ἐς [[ἀρχήν]] Ἡρόδ. 3. 80· ἴδε ἀνω:. Α. ΙΙΙ. 3.
|lstext='''ἵστημι''': Ι. χρόνοι μεταβατικῆς ἐνεργείας, στήνω, ἐνεστ. [[ἵστημι]] (πρβλ. [[ἱστάω]], [[ἱστάνω]]), πρστ. ἵστη Ἰλ. Φ. 313, Εὐρ. Ἱκέτ. 1230, καθίστα Ἰλ. Ι. 202· παρατ. ἵστην, Ἐπικ. ἵστασκε Ὀδ. Τ. 574: ― μέλλ. στήσω, Δωρ. στᾱσῶ Θεόκρ. 5. 54: ― Ἀόρ. α΄ ἔστησα, Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔστᾰσαν ἀντὶ ἔστησαν Ἰλ. Μ. 56 ([[ἔνθα]] τὸ γ΄ πληθ. ὑπερσ. [[ἕστασαν]] πρέπει νὰ διαστέλληται ἀπὸ τοῦ γ΄ πληθ. ἀορ. ἔστασαν, [[αὐτόθι]] 55), Ὀδ. Γ. 182, κτλ., [[ἐντεῦθεν]], παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἔστᾰσας, ἔστᾰσε Ἀνθ. Π. 9. 714, 718: ― οὕτω καὶ μέσ. ἀόρ. α΄ ἐστησάμην, ἴδε κατωτ. Α. ΙΙΙ. 1 καὶ 2· (ὁπουδήποτε ὁ [[χρόνος]] [[οὗτος]] ἔχει ἀμετάβ. σημασ., διωρθώθη, πρβλ. [[περιίστημι]] Β. 1. 2): ― περὶ τοῦ μεταγεν. πρκμ. ἕστᾰκα, ἴδε ἐν λ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι, 1) ἐκ τοῦ ἐνεργ., ὁ ἀόρ. β΄ ἔστην, Ἐπικ. στάσκον Ἰλ. Γ. 217· γ΄ πληθ. ἔστησαν, ἢ συχνότερον παρ’ Ὁμ. ἔσταν, [[στάν]] ᾰ· προστ. στῆθι, Δωρ. [[στᾶθι]] Θεόκρ.· ὑποτακτ. στῶ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. [[στήῃς]], στήῃ (ἀντὶ στῆς, στῆ) Ἰλ. Ε. 598, Ρ. 3 0, α΄ πληθ. [[στέωμεν]] (ὡς δισύλλ. Χ. 231, καὶ [[στείομεν]] ἀντὶ στῶμεν, Ο. 297· εὐκτ. σταῖεν, Ἐπικ. γ΄ πληθ. σταίησαν Γ. 733, ἀπαρ. στῆναι, Ἐπικ. στήμεναι Ρ. 167, Ὀδ. Ε. 414, Δωρ. στᾶμεν Πινδ. Π. 4. 2.· μετοχ. [[στάς]]: ― πρκμ. [[ἕστηκα]]: ὑπερσ. εἱστήκειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 925, Ἀριστοφ. Ὄρν. 513, Θουκ., κλ.· Ἰων. γ΄ ἑνικ. ἑστήκεε Ἡρόδ. 7. 152· ― ἀπὸ τοῦ Ὁμήρ. καὶ [[ἐφεξῆς]] οἱ συγκεκομμένοι δυϊκοὶ καὶ πληθ. τύποι τοῦ πρκμ. προτιμῶνται, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε (ἢ ἐν Ἰλ. Δ. 243, 246, ἕστητε, ἐκτὸς ἂν τοῦτο [[εἶναι]] τοῦ ἀορ. β΄ ἔστητε), [[ἑστᾶσι]], παρ’ Ἡροδ. ἑστέᾱσι,· [[ὡσαύτως]] προστ. ἕστᾰθι· ὑποτακτ. ἑστῶ· εὐκτ. ἑσταίην· ἀπαρ. ἑστάναι, Ἐπικ. [[ἑστάμεν]], ἑστάμεναι, ἑστηκέναι μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Αἰλ.· μετοχ. ἑστώς, (ἑστηκὼς [[εἶναι]] σπάν. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, Ἡρόδ. 2. 126, Πλάτ. Μένων 93D, Νόμ. 802C, Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 16, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ.), θηλ. ἑστῶσα (οὐχὶ ἑστυῖα), οὐδ. ἑστὼς καὶ ἑστός, πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 564· γεν. ἑστῶτος· Ἰων. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος· Ἐπικ. ἑστηὼς Ἡσ. Θ. 747· ὁ Ὅμ. δὲν μεταχειρίζεται τὴν ὀνομαστ. ἀλλὰ γεν. ἑστᾰότος, αἰτ. ἑστᾰότα, ὀνομ. πληθ. ἑστᾰότες, ὡς εἰ ἐκ τοῦ ἑσταώς· ― οὕτω καὶ συγκεκομμ. ὑπερσ., ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν, ἴδε Spilzn. Excurs. εἰς Ἰλ.· ― ὑπάρχει μεταγεν. ἐνεστ. [[ἑστήκω]], σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 65. 2) Παθ., ἵσταμαι (περὶ τοῦ [[ἑστήκω]] ἴδε ἐν λ. [[στήκω]])· προστ. ἵστασο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 449, ἵστω Σοφ. Φιλ. 893, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737.· παρατ. ἱστάμην: μέλλ. σταθήσομαι Ἀνδοκ. 27. 43, Αἰσχίν. 68. 23· ἀλλὰ στήσομαι Ἰλ. Υ. 90, συχν. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] (ἐκ τοῦ πρκμ. [[ἕστηκα]]): γ΄ μέλλ. ἑστήξω καὶ ἑστήξομαι, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστ. Ἀχ. 597 (590), πρβλ. [[θνήσκω]], τεθνήξω, τεθνήξομαι: ― ἀόρ. ἐστάθην Ὀδ. Ρ. 463, Πίνδ., Ἀττ. (ἐστησάμην, ἀείποτε μεταβ. ἐνεργείας, ἴδε ἀνωτ.): πρκμ. ἔσταμαι (δι-) Πλάτ. Τίμ. 81D, κατεστέαται διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 11. 196. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ προέρχονται καὶ αἱ λέξεις, στάσις, στατήρ, σταθμός, σταμίν, στάμνος, στήλη, καὶ μετ’ ἀναδιπλασ. τὸ ἵστημι, (ἀντὶ σίστημι)· οὕτω καὶ ἐκ τοῦ Σανσκρ. stha παράγεται δι’ ἀναδιπλασ. τὸ ti-sthâ-mi· πρβλ. Ζενδ. hi-sta-mi (sto), stha-lam (locus, δηλ. stlocus, Ἀγγλ. stall)· ἐκ τοῦ Λατ. sta παράγονται τὰ sto (stare), si-sto, sta-tus, Sta-tor, sta-tuo, sta-men, sta-bulum, sta-bilis· πρβλ. Γοτθ. sta-nda, sta-ths ([[τόπος]]), Ἀρχ. Σκανδ. sta-dr, Ἀγγλο-Σαξον. ste-de (Ἀγγλ. home-stead)· Σλαυ. sta-ti, Λιθ. sto-ti (stand), Ἀρχ. Ὑψ. Γερμ. stâm, stedi· ― πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὰς λέξ. ἱστός, στήμων, stamen, πρὸς τὸ Σανσκρ. stha-vis ([[ὑφάντης]]).) Α. Μεταβ. ἐνεργείας, βάλλω νὰ σταθῇ, στήνω, τοποθετῶ, Ὅμ., κλ.: ― τακτοποιῶ, [[παρατάσσω]] ἀνθρώπους, πεζοὺς δ’ [[ἐξόπισθεν]] στῆσε Ἰλ. Δ. 298, πρβλ. Β. 525, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., στῆσαί τινας τελευταίους Ξεν. Κύρ. 6. 3, 25, κτλ. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ σταθῇ, σταματῶ, [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], λαὸν δὲ στῆσον Ἰλ. Ζ. 433· [[νέας]], ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι Ὀδ. Γ. 182, Ἰλ. Ε. 755, Ω. 350· μύλην στῆσαι, σταματῶ τὸν μύλον, Ὀδ. Υ. 111· στῆσεν ἄρ’ (δηλ. ἡμιόνους) Η. 4· στῆσαι δ’ ἐν Ἀμνισῷ αὐτὸν Τ. 188· ἔτι καὶ ἐκ τοιούτων χωρίων ὁ Damm (Λεξικ. σ. 2246) συνεπέρανεν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται [[ἐνίοτε]] ἀμεταβ.): ― οὕτω παρ’ Ἀττ. στήσαντες τὴν ἑαυτῶν φάλαγγα, σταματήσαντες αὐτὴν, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· ῥοῦν στῆσαι Πλάτ. Κρατ. 437Β, κτλ.· καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν, προσήλωσεν αὐτά, εἶχεν αὐτὰ ἀκίνητα, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους εὐθὺς ὅτε ἐξέπνευσεν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 118· στ. τὸ [[πρόσωπον]], Λατ. componere vultum, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 9· στ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. στήνω, πελέκεας, τοὺς [[κεῖνος]]... ἵστασχ’ [[ἑξείης]], ἵστα, ἔστηνε, Ὀδ. Τ. 474· [[ἔγχος]] μὲν ῥ’ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα, ἔφερε καὶ τὸ ἔστησε πρὸς τὸν κίονα, Α. 127, Ρ. 29· φαίνεται δὲ ὅτι τὸ αὐτὸ σημαίνει καὶ τὸ [[ἔγχος]] δ’ ἔστησε ἐν Ἰλ. Ο. 126· ― [[ἵστημι]] ἱστόν, στήνω τὸν «ἀργαλειὸ» (ἴδε ἐν λ. ἱστὸς Ι. καὶ ΙΙ., [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι ἐν γένει ὁ Ὅμ. ἐπὶ τῆς πρώτης ἐννοίας προτιμᾷ, ἱστὸν στήσασθαι, ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας, ἱστὸν στῆσαι) στήσαντο κρατῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο Ὀδ. Β. 431· θεοῖς... κρατῆρα στήσασθαι, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 528· ― οὕτω καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], στῆσαί τινα ὀρθόν, στῆσαι ὀρθὰν καρδίαν Πινδ. Π. 3. 95, 170· ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ ὁ αὐτ. Ι. 7 (6). 19· ἐς ὀρθὸν ἱστ. τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 1230· ἱστάναι λόγχας, πρὸς μάχην, Σοφ. Ἀντ. 146· ἰδίως [[ἐγείρω]] οἰκοδομάς, ἀγάλματα, ἀνδριάντας, τρόπαια, κτλ.· ἱστ. ἀνδριάντα Ἡρόδ. 2. 110· τροπαῖα Σοφ. Τρ. 1102· οὕτω, στήσασθαι τροπαῖα Ἀριστοφ. Πλ. 453, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7· τὰ μακρὰ τείχη Θουκ. 1. 69· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν, ἐγεῖραί τινι χαλκοῦν ἀνδριάντα, Δημ. 172, 18., 425. 1., 493. 17· ([[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ., [[οὗτος]] ἕστηκε [[λίθινος]] Ἡρόδ. 2. 141)· καὶ ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, [[σφυρήλατος]] ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β· σταθῆναι [[χαλκοῦς]] Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9)· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 1, καὶ πρβλ. [[ἀνάκειμαι]]. 2) [[κάμνω]] τι νὰ ἐγερθῇ, [[ἐγείρω]], [[διεγείρω]], ἀνακινῶ, κονίης... ἱστᾶσιν ὁμίχλην Ἰλ. Ν. 336· ἴστη δὲ μέγα [[κῦμα]] Φ. 313· νεφέλην ἔστησε [[Κρονίων]] Ὀδ. Μ. 405, πρβλ. Ἰλ. Ε. 523· ἐπὶ μάχης, κτλ., φυλόπιδα στήσειν, ἐγερεῖν μάχην, Ὀδ. Λ. 314· ἔριν στήσαντες Π. 292· ([[οὕτως]] ἀμεταβ., [[φύλοπις]] ἕστηκε, ἤρχισε [[συμπλοκή]], Ἰλ. Σ. 172)· [[ὡσαύτως]] κατὰ [[μέσον]] ἀόριστ., στήσασθαι μάχην Ἰλ. Σ. 533, Ὀδ. Ι. 54· πολέμους Ἡρόδ. 7. 9, 2· [[οὕτως]], ἱστάναι βοὴν Αἰσχύλ. Χο. 885· κραυγὴν Εὐρ. Ὁρ. 1529· καὶ ἐν τῷ Παθ., [[θόρυβος]] ἵστασθαι βοῆς, ἐγείρεται, Σοφ. Φιλ. 1263· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ὀργῆς ἢ ἐλπίδος, κ.τ.λ. μῆνιν, ἐλπίδας στῆσαι, κτλ., Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 692. 3) θέτω, [[διορίζω]], τινὰ βασιλέα Ἡρόδ. 1. 97· τύραννον Σοφ. Ο. Τ. 940, πρβλ. Ο. Κ. 1041, Ἀντ. 666. - Παθ., ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς [[ὕπαρχος]] Ἡρόδ. 7. 105. 4) [[ὁρίζω]], [[ἱδρύω]], χοροὺς, παννυχίδας ὁ αὐτ. 3. 48 (οὕτω, στήσασθαι νόμους ὁ αὐτ. 2. 25· ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 150· στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν Πινδ. Π. 9. 200, Ο. 2. 5., 10 (11), 70· [[κτερίσματα]] Σοφ. Ἠλ. 434· χοροὺς Δημ. 530· 27· καὶ ἐν τῷ Παθ., [[ἀγορή]] ἵσταταί τινι Ἡρόδ. 6. 58. 5) [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, ἀμπνοὰν Πινδ. Π. 4. 354· στῆσαι δύσκηλον χθόνα, καταστῆσαι τὴν κατάστασιν αὐτῆς ἀπεγνωσμένην, «δυσθεράπευτον» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Εὐμ. 825· καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ., Πλάτ. Πολ. 484D, Διον. Ἀλ. 1. 61. IV. θέτω εἰς τὴν πλάστιγγα, [[ζυγίζω]], Ἰλ. Τ. 247., Χ. 350., Ω. 332, Ἀριστοφ. Σφ. 40, Ξεν., κτλ.· ἵστημί τι [[πρός]] τι, [[ζυγίζω]] τι πρὸς ἕτερόν τι, Ἡρόδ. 2. 65· ἀγαθὸς ἱστάναι, [[ἱκανός]], [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ ζυγίζειν, Πλάτ. Πρωτ. 356Β τὸ [[ἐγγὺς]] καὶ τὸ [[πόρρω]] στήσας ἐν τῷ ζυγῷ [[αὐτόθι]], πρβλ. Λυσίαν 117. 40· ἐπὶ τὸ ἱστάναι [[ἔρχομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς τὸ ζύγισμα, Πλάτ. Εὐθύφρων 7C. - Παθ., ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 15. Β. Ἐν τῇ Παθ. φωνῇ καὶ ἐν τοῖς ἀμεταβ. χρόνοις τῆς ἐνεργ., ἵσταμαι, στέκομαι, [[ἀγχοῦ]] δ’ ἱσταμένη Ἰλ. Β. 172· [[ἀλλά]] μοι ἆσσον στῆθι Ψ. 97· εἴ κέ μευ [[ἄντα]] [[στήῃς]] Ρ. 30· στῆθ’ [[οὕτως]] ἐς μέσσον Ὀδ. Ρ. 447· [[οὕτως]], ἐς [[μέσον]] Ἡρόδ. 3. 130, καὶ Ἀττ.· ἀντίοι ἢ ἐναντίοι ἔσταν Ἰλ: - παροιμ. ἐπὶ κρισίμων περιστάσεων, ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς Ἰλ. Κ. 173· - συχν. [[ἁπλῶς]] ἰσχυρότερον τοῦ [[εἶναι]] (ὡς τὸ Ἰταλικὸν stare), ἀργύρεοι σταθμοί ἐν χαλκέῳ [[ἕστασαν]] οὐδῷ, δηλ. ἦσαν, Ὀδ. Η. 89, κτλ.· [[οὕτως]], ἑστάτω ἀντὶ ἕστω, ἀλλ’ ἑστάτω μοι καὶ δὲος τι καίριον Σοφ. Αἴ. 1084· τὰ νῦν ἑστῶτα = τὰ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέλλοντα, Σοφ. Τραχ. 1271· ἐμοὶ δ’ [[ἄχος]] ἕστᾱκεν [[αὐτόθι]] 200· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] μετ’ Ἐπιρρ., διατελῶ ἔν τινι καταστάσει, ἵνα ξυμφορᾶς ἢ χρείας ἕσταμεν, εἰς τί [[σημεῖον]] συμφορᾶς ἢ ἀνάγκης εὑρισκόμεθα, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1145, Ο. Τ. 1442· ποῦ τύχης ἕστηκεν; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 102· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]], ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, φέρεσθαι ἀδίκως, κτλ., Πολύβ. 17, 3, 2., 33. 12, 3, κτλ.· - βραχυλογικῶς, στῆναι ἐς... Ἡρόδ. 9. 21· στ. ἐς δίκην Εὐρ. Ι. Τ. 962· στ. [[παρά]] τινα Ἰλ. Ω. 169: - [[ὡσαύτως]] (ὡς τὸ ἴζεσθαι, [[καθίζω]]) μετ’ αἰτ. τόπου, τί τοῦτ’ αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν Εὐρ. Ἱκέτ. 987· στῆτε τόνδε τρίβον ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1251· ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; Σοφ. Φιλ. 277. 2) [[κεῖμαι]], εὐρίσκομαι, κατὰ βορέαν Θουκ. 6. 104. ΙΙ. «σταματῶ», ἀλλ’ ἄγε δὴ [[στέωμεν]] Ἰλ. Λ. 348, Ὀδ. Ζ. 241, Κ. 97· ἀντίθετον τῷ [[φεύγω]], Ζ. 199, κτλ.· [[διαμένω]] [[ἀργός]], Ἰλ. Δ. 243· παύομαι, [[λήγω]], [[ἡσυχάζω]], Ε. 485, Κ. 480· ἑστάναι, διατελεῖν ἐν στάσει, ἀντίθετον τῷ κινεῖσθαι, Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Πολ. 436D· [[ὡσαύτως]], κατὰ χώρην ἑστάναι Ἡρόδ. 4. 97· ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μὴν ἐνταῦθ’ ἕστηκε τὸ [[πρᾶγμα]], ἀλλὰ τὸ [[πρᾶγμα]] δὲν τελειώνει ἐδῶ, Δημ. 547. 24, πρβλ. 141. 3· ἐὰν ἡ [[κοιλία]] στῇ, ἐὰν μείνῃ ἀνέκκριτος, ἐὰν συμβῇ δυσκοιλιότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ, Ἱστ. 7. 12, 1· μετοχ., οὐ στήσεται ἀδικῶν, οὐ παύσεται, Δημ. 134. 4: - ἀπροσ., [[ἵσταται]], σταματᾷ, γίνεται [[στάσις]], Λατ. sistitur, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 4, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., [[μένω]] [[σταθερός]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 23· τῇ διανοίᾳ Πολύβ. 21. 9, 3· κατὰ μετοχ. ἑστηκώς, ἐστερεωμένως, [[εὐσταθής]], [[στερεός]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 4. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 6· - ἐπὶ ἡλικίας, ἑστηκυῖα [[ἡλικία]], ἡ καθεστηκυῖα, Πλάτ. Νόμ. 802C. III. ἵσταμαι [[ὀρθός]], ὑψοῦμαι, ἵστανται κρημνοὶ Ἰλ. Μ. 55· σηκώνομαι, ὀρθαὶ τρίχες [[ἕσταν]] Ω. 359· [[ἵσταται]] κονίη Β. 151· [[κῦμα]] Φ. 240· ἐπὶ ἵππου, ἵστασθαι [[ὀρθός]], τὸ λεγόμενον «σοῦζα», Ἡρόδ. 5. 111· ἵστασθαι βάθρων, ἀπὸ τῶν βαθμίδων, Σοφ. Ο. Τ. 143· - ἱδρύομαι, ἐγείρομαι, στήνομαι, [[στήλη]] ἥτ’ … ἑστήκῃ Ἰλ. Ρ. 435· ἕστηκε τροπαῖον Αἰσχύλ. Θήβ. 956· [[μνημεῖον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 269, κτλ.· ἴδε ἀνωτ. Α. 111. 1, καὶ πρβλ. [[ἀνάκειμαι]]. 2) [[καθόλου]], ἐγείρομαι, [[ἀρχίζω]], [[νεῖκος]], [[φύλοπις]] [[ἵσταται]] Ἰλ. Ν. 333, Σ. 171· πρβλ. Α. ΙΙΙ. 2. 3) πρὸς δήλωσιν χρόνου, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, κατὰ τὰς πρώτας ἀρχὰς τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ὁ δ’ [[ἕβδομος]] ἑστήκει [[μείς]], ὁ [[ἕβδομος]] μὴν ἤρχισεν, Ἰλ. Τ. 117· τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ’ ἱσταμένοιο, κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ ἑνὸς μηνὸς καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἄλλου, Ὀδ. Ξ. 162, Τ. 307, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 778· [[ἔνθα]], ὡς παρ’ Ὁμ., ὁ μὴν προφανῶς, διαιρεῖται εἰς δύο μέρη, μὴν ἱστάμενος καὶ φθίνων· ἀλλὰ κατὰ τὸ Ἀττ. [[ἡμερολόγιον]] διῃρεῖτο εἰς [[τρεῖς]] δεκάδας, μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 6. 57, 106, πρβλ. Ἀνδ. 16. 7, Θουκ. 5. 54· - σχεδὸν ἤδη [[μεσημβρία]] [[ἵσταται]] Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α. 4) διορίζομαι, στῆναι ἐς [[ἀρχήν]] Ἡρόδ. 3. 80· ἴδε ἀνω:. Α. ΙΙΙ. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly